Ζάτοπεκ (του Νίκου Μαρκέα)

Ζάτοπεκ

του Νίκου Μαρκέα

ΤΟΝ ΕΙΧΕ ΩΣ ίνδαλμα. Διάβαζε γι’ αυτόν στις Εγκυκλοπαίδειες και τα Λεξικά και δεν χόρταινε να θαυμάζει και ν’ απαριθμεί τα κατορθώματά του. Μια ασπρόμαυρη αφίσα, που τον έδειχνε να τερματίζει στα 10 χιλιόμετρα, την είχε κολλήσει στο παιδικό του δωμάτιο, τροφοδοτώντας με πλούσιο υλικό τα όνειρά του. Ο Ζάτοπεκ είχε κερδίσει στους Ολυμπιακούς του Ελσίνκι τρία χρυσά μετάλλια στα αγωνίσματα αντοχής, κι αυτός σαν αντίδωρο τον είχε θρονιάσει βαθιά μες στην καρδιά του.

Άκουγε συχνά στο σπίτι να γίνεται λόγος για τους άθλους του. Ο πατέρας συνήθιζε να τον μνημονεύει, ως αξεπέραστο παράδειγμα θάρρους, επιμονής και συνέπειας. Τον φανταζόταν δαφνοστεφανωμένο, περιχαρή, περήφανο, να ατενίζει από το ψηλότερο σκαλί του βάθρου την τσέχικη σημαία να κυματίζει στον ιστό της. Ήταν η εποχή, μετά τις μαύρες νύχτες του Πολέμου, που το όνομα «Ζάτοπεκ» φάνταζε στο συλλογικό ασυνείδητο σαν κάτι αισιόδοξο και ελπιδοφόρο. Ήταν μάλλον εκείνη η περίεργη εναλλαγή των συμφώνων στο όνομα -το ζήτα με το ταυ, το πι με το κάπα- σε μια ανεπανάληπτη ακολουθία, με ενδιάμεσους σταθμούς τα φωνήεντα “α” και “ο” και “ε”, που χάριζαν μαγεία στο σύνολο.

Αφουγκραζόταν τον πατέρα στο σπίτι ν’ αναμοχλεύει σε κάθε ευκαιρία το παράδειγμα του Ζάτοπεκ˙ να τρέχει μες στο χιόνι, στο χαλάζι, με κρύο ή με ζέστη, να τρέχει ασταμάτητα, με κείνες τις απίθανες γκριμάτσες που τον έκαναν αθάνατο. Έτρεχε με άρβυλα ή με γαλότσες, ξυπόλυτος ή φορώντας αθλητικά υποδήματα, σε πέτρες, χόρτο ή ταρτάν. «Μη σταματάς μπροστά στα εμπόδια. Για να μιμηθείς το παράδειγμα εκείνου!»

Πίστεψε τελικά πως ο Ζάτοπεκ ήταν μέλος της οικογένειάς του. Δεν υπήρχε αμφιβολία γι’ αυτό! Κάτι σαν τον πολυαγαπημένο θείο που ερχόταν κατά περιόδους από τις μακρινές και παγωμένες χώρες του Βορρά σερφάροντας στα κύματα της φαντασίας, για να βάλει μπουρλότο στην καρδιά του και να τραντάξει την ηρεμία του.

Έτσι μεγάλωσε. Δεν έκανε λάθος στις εκτιμήσεις του. Ο κόσμος μπορεί να είχε αλλάξει, το ένιωθε, το οσμιζόταν στον αέρα με το λιγοστό Οξυγόνο, το αφουγκραζόταν στους δρόμους, τις πλατείες, στα σίριαλ της τηλεόρασης. Δεν προλάβαινε ν’ ακολουθεί τις εξελίξεις. Σαν παρείσακτος σ’ έναν κόσμο αλλόκοτο, άκουγε απόηχους θορύβων και κλαγγές όπλων από τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και έμενε αδρανής. Μάθαινε για αρμαγεδονικές προβλέψεις ενός συμπαντικού τέλους και σφύριζε αδιάφορα. Όλοι μιλούσαν για ημερομηνία λήξης, για επιστροφή στην εποχή των δεινόσαυρων. Και αυτός παρέμενε φαινομενικά απαθής. Αλλά από μέσα του έβραζε.

Ο δικός του κόσμος πατούσε σε γερά ποδάρια, καθώς τον είχε χτίσει λιθαράκι-λιθαράκι με ανεξίτηλο υλικό καμωμένο από ανδραγαθήματα ηρώων, επικές αναμετρήσεις, μεγαλουργήματα της τέχνης και των επιστημών. Στο κέντρο των τρανών προσωπικοτήτων που συνέθεταν το «παζλ των τεράστιων επιτευγμάτων της ανθρωπότητας» βρισκόταν εκείνος˙ ο σπουδαίος Εμίλ Ζάτοπεκ˙ ο θριαμβευτής του Ελσίνκι.
Μια ιδέα περνούσε -σαν φάντασμα απροσδιόριστο- μερικές φορές από το μυαλό του. Υποπτευόταν τότε πως ο κόσμος γύρω του παρέμενε ίδιος και απαράλλαχτος, μεταμφιεζόμενος αδιάκοπα, αντικαθιστώντας διαρκώς τον ρουχισμό του. Θα κατάφερνε άραγε να τον ταιριάξει κάποτε στο δικό του κοστούμι;

Αύριο ξημέρωνε Κυριακή. Όχι οποιαδήποτε Κυριακή! Αύριο ήταν η μέρα του ξακουστού στα πέρατα της οικουμένης κλασικού μαραθώνιου. Αθλητές από όλο τον κόσμο θα κατέκλυζαν την Αθήνα για να λάβουν μέρος στο μεγάλο γεγονός. Όνειρα, ελπίδες, ατέλειωτα ματωμένα χιλιόμετρα σκληρής προετοιμασίας, θα ανακατεύονταν αξεδιάλυτα με τις σημαίες, τα λάβαρα, τις αφίσες, τα αναμνηστικά, την ίδια τη μυθική διαδρομή των σαράντα δύο (και κάτι) χιλιομέτρων. Πόσο θα ήθελε να σταθεί κι εκείνος στην αφετηρία, εκεί, στον κάμπο του Μαραθώνα!

Πριν πολλά χρόνια -δεν θυμόταν ακριβώς πόσα- είχε βρεθεί κι αυτός στην αφετηρία. Χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία! Αλλά με την ανεμελιά και την αφέλεια της νιότης. Ήξερε πως θα βρισκόταν και ο Ζάτοπεκ εκεί, καλεσμένος από την τοπική κοινωνία για να κηρύξει την έναρξη του αγώνα.

Τον είδε από μακριά. Ήταν αδύνατον να τον πλησιάσει. Η ντροπή που τον πλημμύρισε απέναντι στη θρυλική μορφή, τον έκανε δειλό, αμήχανο, κάθιδρο μπροστά στο μεγαλείο του. Φύλαξε μες στο μυαλό τη θύμηση της εικόνας, καθώς με το πιστόλι στο χέρι έδωσε το σύνθημα να ξεχυθούν οι δρομείς, ατίθασο μπουλούκι στις ανηφοριές του δρόμου. Και με τούτο το μετείκασμα, ως κινητήρια δύναμη, κατάφερε να τερματίσει στο Καλλιμάρμαρο.

Δεν ακολούθησε το παράδειγμά του. «Αν θέλεις να τρέξεις, τρέξε ένα χιλιόμετρο. Αλλά αν θέλεις να γευτείς την εμπειρία, τρέξε έναν μαραθώνιο». Αυτός επέμενε ξανά και ξανά, μες στα επόμενα χρόνια, να τρέχει στην κλασική διαδρομή. Ίσως για να τη γνωρίσει καλύτερα, ίσως για να της πάρει τον αέρα. Ποιος άραγε ξέρει; Σίγουρα όμως για να ξαναζήσει νοερά τη συνάντησή του με εκείνον.

Αύριο ξημέρωνε η Κυριακή του κλασικού μαραθώνιου. Σκόπευε να πάει, να βρει μια θέση στο Στάδιο, να παρευρεθεί στη γιορτή. Τα χρόνια που προετοιμαζόταν για να τρέξει τη διαδρομή είχαν παρέλθει ανεπιστρεπτί, αλλά εκείνος ένιωθε κάθε χρόνο την ίδια ανάγκη, να οσμιστεί στον αέρα τις ανεπανάληπτες στιγμές, να γευτεί τα τεντωμένα δευτερόλεπτα του αγώνα, να μοιραστεί με τις χιλιάδες του κόσμου τη συγκίνηση.

Ξύπνησε αξημέρωτα το πρωί. Είχε φάει από νωρίς το προηγούμενο βράδυ ένα πιάτο μακαρονάδα, χωρίς κιμά ή παρμεζάνα, για να γεμίσει τις ενεργειακές αποθήκες του με υδατάνθρακες, όπως τότε. Δεν μπόρεσε λεπτό να κλείσει μάτι. Οι θύμησες χορεύαν μες στο μυαλό του ξέφρενα σ’ ένα απίθανο γαϊτανάκι. Παραστάσεις, σκιρτήματα, εντυπώσεις, στιγμιότυπα από μια αλλοτινή εποχή ξετρύπωσαν αδιάντροπα και έκαναν κατοχή στην καρδιά του. Τον κράτησαν άυπνο όλη νύχτα, όπως τότε!

Είχε πληροφορηθεί από πριν για τον καιρό, τη θερμοκρασία, τη σχετική υγρασία, την ηλιοφάνεια. Ντύθηκε ανάλογα. Προτίμησε να μη πάρει μαζί του το κινητό. Ένιωθε δεσμευμένος κουβαλώντας το. Ήταν σαν να ήταν στόχος. Ήξερε πως κρατώντας το τον παρακολουθούσαν σε κάθε βήμα. Ήθελε να νιώθει ελεύθερος. Για λίγες ώρες λαχταρούσε να ζήσει στις αυταπάτες του. Κράτησε μερικά κέρματα στην τσέπη της φόρμας, ίσα να τα έχει για το μετρό ή για κανένα μπουκαλάκι νερό αν δίψαγε. Και ξεκίνησε.

Τις προηγούμενες ημέρες ο κόσμος βούιζε. Δεν ήταν μόνο οι ανακοινώσεις για τη μεγάλη αθλητική φιέστα του φθινοπώρου, τον αριθμό των συμμετοχών που ξεπέρναγε κάθε προηγούμενο ρεκόρ, τις συγκοινωνιακές ρυθμίσεις. Ήταν και τα αιματηρά γεγονότα στη Μέση Ανατολή. Η οικουμένη βρισκόταν πάλι σε αναβρασμό. Η ανθρώπινη τραγωδία ξαναζούσε άλλο ένα ακόμα θλιβερό κεφάλαιο, με εκατόμβες θυμάτων ανάμεσα σε αθώους αμάχους. Από παράπλευρη πληροφόρηση κυκλοφορούσε η φήμη πως, μέσα στο πλήθος, την ημέρα του μαραθώνιου, θα γινόταν τρομοκρατική ενέργεια. Με τη φαντασία του έπλαθε το φοβερό ενδεχόμενο, σκιαγραφώντας την κάθε λεπτομέρεια: ο τρομοκράτης να κινείται μες στην ανυποψίαστη κοσμοπλημμύρα, ζωσμένος τα εκρηκτικά, και την κατάλληλη στιγμή με μια φωνή «ο Αλλάχ είναι μεγάλος» να βάζει φωτιά, να εκρήγνυται και να παρασέρνει στον θάνατο δεκάδες θεατών ολόγυρα.

Μέσα στο βαγόνι του μετρό, η ίδια παράσταση. Κυριακή πρωί, πού πήγαινε όλη αυτή η πιτσιρικαρία; Πολλοί είχαν εγκαταλείψει την ιδέα να κυκλοφορήσουν τ’ αμάξια τους τέτοια μέρα, με τους δρόμους αποκλεισμένους από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα. Αλλά οι άλλοι; Αυτοί οι νεανίες που φωνασκούν ανερυθρίαστα και προκαλούν ακούγοντας μουσική τραπ στη διαπασών από το κινητό τους, στέλνοντας λοξές ματιές ολόγυρα έτοιμοι για καβγά; Οι ήχοι διαχέονται, σκέτο πανδαιμόνιο! Οι στίχοι ακούγονται συλλαβιστά, ένας οχετός από βρισιές και χυδαιότητες! Κανείς δεν μιλάει στο βαγόνι, ουδείς διαμαρτύρεται, συγχρονισμένοι όλοι σε μια ιδιότυπη και εκκωφαντική «συμφωνία της σιωπής»! Δυο νεαρές, με περασμένους κρίκους στα αφτιά και τις μύτες, τρίβονται όρθιες στη γωνιά χαμένες μες στην παραζάλη που φέρνει η αποπροσανατολισμένη λίμπιντο. Απέφυγε να στυλώσει το βλέμμα πάνω τους, μπας και ενοχληθούν κομμάτι. Όλα φαίνονται τόσο φυσικά, που νιώθει ανατριχίλα.

Κατέβηκε στο Σύνταγμα. Ανέβηκε τα σκαλιά δύο-δύο σνομπάροντας την κυλιόμενη σκάλα. Ήθελε μάλλον να αποδείξει στον εαυτό του ότι μπορούσε. Στο τελευταίο σκαλί κοντοστάθηκε να πάρει ανάσα. Λίγο έλλειψε να λιποθυμήσει. Ξεχύθηκε μες στο ανώνυμο πλήθος. Έπρεπε να μη πατήσει κανένα ζωντανό από αυτά που σουλατσάριζαν δεμένα στο λουρί και ανακατεύονταν στα πόδια των πεζών. Η ανθρώπινη ζωή είχε χάσει την αξία της από καιρό, το αποδείκνυαν οι αιματοβαμμένες πρακτικές των πολέμων, των γενοκτονιών και των ολοκαυτωμάτων. Αλλά η αξιοπρέπεια των τετράποδων; Όλα κι όλα! Έπρεπε να διαφυλαχτεί στο ακέραιο, να θεσμοθετηθεί συνταγματικά και να τιμωρείται αυστηρά η παραβίασή της.

Οι πρώτοι δρομείς δεν είχαν τερματίσει ακόμα, παρότι μπορούσε να τους βλέπει σε μια πελώρια οθόνη στο κέντρο του πετάλου να πλησιάζουν σθεναροί στα τελευταία χιλιόμετρα της απόστασης. Αναζήτησε ανάμεσα στους προπορευόμενους το ίνδαλμά του˙ τον Εμίλ Ζάτοπεκ. Μέσα στην παραζάλη, είχε μπερδέψει την πραγματικότητα με τη φαντασία, το σήμερα με το χθες. Δρομείς από την Κένυα εναλλάσσονταν στην κορυφή της κούρσας. Το ρυθμικό τέμπο πλημμύριζε την πελώρια οθόνη και συντόνιζε τους παλμούς της δικής του καρδιάς. Μα μόλις τώρα αντιλαμβανόταν, ποιοι τελικά θα κέρδιζαν τα μετάλλια.

Αναρριχήθηκε στο ψηλότερο διάζωμα για να έχει καλύτερη θέα. Τι το ήθελε; Τα μεγάφωνα στ’ αφτιά του βάλθηκαν να σπάσουν το τύμπανο. Ο ήχος της λαλιάς τού εκφωνητή διαπερνούσε τα σωθικά του, ξεπερνώντας κάθε προσδοκία. Στην αρχή πίστεψε πως θα τη συνηθίσει. Αλλά, καθώς περνούσε η ώρα, η κάθε συλλαβή και η κάθε λέξη έσταζαν φαρμάκι, σαν τη διαβόητη σταγόνα του γιαπωνέζικου βασανιστηρίου.

Από τη θέση που καθόταν, είχε στερεοσκοπική άποψη για τα διαδραματιζόμενα, μα αδυνατούσε να ξεχωρίσει πρόσωπα. Και πεθυμούσε, παρά πάνω από κάθε τι, να δει την έκφραση, να νιώσει τη χαρά και τον πόνο των αθλητών να τερματίζουν αντάμα.

Κατηφόρισε τα σκαλιά του Σταδίου τη στιγμή που έκανε την εμφάνιση ο πρώτος δρομέας. Δεν πρόλαβε να τον δει κοντύτερα, βρισκόταν ακόμα ψηλά, ήταν και τόσα τα αναρίθμητα κεφάλια των φιλάθλων που του έκρυβαν τη θέα! Άκουγε, ωστόσο, τη φωνή του εκφωνητή…

– Όλααααα…

Κάποιοι δίπλα του τον μιμήθηκαν.
– Όλααααα…

Μα, δεν είχε κάτι καλύτερο να πει; Πού στέκονταν συνεσταλμένες οι παλιές ιαχές, τα «ζήτω» και τα «μπράβο»;

– Όλααααα…
Σε κάθε τερματισμό το ίδιο επιφώνημα, το ίδιο μαρτύριο.

– Όλααααα…

Χάθηκαν οι αναφορές σε πρόσωπα και γεγονότα; Ο μαραθώνιος δοκιμάζει τις ψυχικές αντοχές του ανθρώπου που χρειάζονται υποστήριξη, όχι με άναρθρες κραυγές, αλλά με εναρμονισμένες στην πολύχρονη και θαυμαστή ιστορία του θεσμού αναδρομές και θύμησες.

– Πες, άνθρωπέ μου, για τον Λούη, τον Χαρίλαο Βασιλάκο, τον Κυριακίδη…

Έπιασε τον εαυτό του να ξεφεύγει από κάθε έλεγχο. Είχε κατέβει κιόλας στα χαμηλότερα εδώλια, έβλεπε τον εκφωνητή σκυφτό πάνω στο μικρόφωνο, έτοιμο να το καταπιεί. Κάποιοι γύρω του έδειχναν δυσφορία από τη δική του παρέμβαση.

– Όλααααα…

Ένιωσε την ορμητική του φύση να ξυπνάει από τον παροδικό της λήθαργο. Οι δρομείς συνέχιζαν να καταφθάνουν, να διανύουν περιχαρείς και ασθμαίνοντες τα τελευταία μέτρα, και το καλωσόρισμα να βρίσκεται αιχμάλωτο στα δεσμά του εκφωνητή.
– Όλααααα…
– Μίλησε, άνθρωπε, για τον Αμπέμπε Μπικίλα, τον ξυπόλυτο μαραθωνοδρόμο, τον Ζάτοπεκ, τον άνθρωπο ατμομηχανή, τον Κιπτσόγκε, τον Κενενίσα Μπέκελε. Αυτά περιμένει ο κόσμος να ακούσει, να ευφρανθεί η καρδιά του…

Είχε παρασυρθεί από τα ίδια του τα λόγια. Δεν αντελήφθη τους δυο εύσωμους παλληκαράδες που κινήθηκαν προς το μέρος του.

– Όλααααα…

– Πες κάτι για τον Γρηγόρη Λαμπράκη, τον μαραθωνοδρόμο της ειρήνης…

Είχε κατρακυλήσει σε λεκτικό χείμαρρο. Έδειχνε ανήμπορος ν’ αντισταθεί στην ορμή του. Δυο ζευγάρια δυνατά μπράτσα ένιωσε να τον γραπώνουν από τις μασχάλες.

– Την ταυτότητά σας, κύριε.

Έκανε να ψάξει στις τσέπες της φόρμας του, μα αμέσως θυμήθηκε.

– Δεν έχω…

– Ποιος είστε κύριε; Γιατί τόση φασαρία; Ποιους σκοπούς υπηρετείτε;

Στην επιμονή τους έμενε σιωπηλός. Αλλά το ερώτημα επανελήφθη αμείλικτο.

– Ποιος είστε; Ποιος σάς έβαλε να χαλάσετε τη γιορτή;

Αυτό δεν το είχε υπολογίσει. Αυτός να χαλάσει τη γιορτή; Πώς το σκέφτηκαν; Αυτός ήταν εκεί για να γιορτάσει μαζί με τους αθλητές, τους φίλους που θα τερμάτιζαν σε λίγο, με το πλήθος των ανώνυμων που μοιράζονταν τις ίδιες με αυτόν πεποιθήσεις. Στην επιμονή του άλλου, μια απάντηση ήρθε στα χείλη του αυθόρμητα.

– Ζάτοπεκ.

Κοιτάχτηκαν αναμεταξύ τους και κάτι ψιθύρισαν.

– Με λένε Εμίλ Ζάτοπεκ, επανέλαβε με εντονότερη φωνή.

Τα μπράτσα έσφιξαν πιο δυνατά, σχεδόν τον πόνεσαν. Άκουσε τον ένα παλληκαρά να μιλά στο κινητό με την κεντρική υπηρεσία.

– Συλλάβαμε κάποιον ύποπτο για τρομοκρατική ενέργεια. Τον φέρνουμε σε δυο λεπτά στο τμήμα. Το όνομά του;

Μεσολάβησε δυο δευτερολέπτων σιωπή, τόση όση ήταν η κατάρριψη του προηγούμενου ρεκόρ διαδρομής, την ώρα που την ανήγγειλαν τα μεγάφωνα.

– Όλααααα…

Άκουσε το όργανο της αντιτρομοκρατικής να λέει ανάμεσα σε φωνές και θόρυβο.

– Το όνομά του είναι Ζάτοπεκ. Ναι, όπως το ακούς. Αλλά δεν τον πιστεύω!