Στον ρυθμό της φαραντόλας
του Νίκου Μαρκέα
Στις 14 Ιουλίου 1789 πέφτει η Βαστίλη.
Σ’ αυτό το μεσαιωνικό φρούριο
απελευθερώνονται επτά φυλακισμένοι.
Ο ένας, έγκλειστος για 30 χρόνια,
θα απολαύσει για 5 ακόμη μέρες την «ελευθερία» του.
ΤΟ ΠΡΟΑΙΣΘΑΝΟΤΑΝ ΕΔΩ και καιρό. Δεν υπολόγιζε από πότε ακριβώς, όσο κι αν έστυβε το μυαλό του. Ο χρόνος είχε πάψει να παίζει το ρόλο του. Μα, αυτός ήταν σίγουρος! Κάτι κακό πλησίαζε στα μουλωχτά και συσπειρωνόταν σαν φίδι γύρω από τα σύνορα του κελιού του. Το οσμιζόταν στον αποπνιχτικό αέρα που έφραζε τη μύτη με ανάκατες μυρουδιές μούχλας και κάτουρων. Το ψηλαφούσε νοερά μες στις υγρές χαραμάδες των πέτρινων τοίχων. Το οραματιζόταν, ίδιο με φριχτό εφιάλτη, στις ατέλειωτες ώρες αποχαύνωσης, πλάσμα μιας αρρωστημένης φαντασίας που ψαχούλευε εναγώνια διέξοδο να εκφραστεί. Η απόλυτη σιωπή και το σκοτάδι που σκέπαζαν τη μοναξιά του, τον ερέθιζαν τυραννικά δίχως ίχνος έλεος.
Έβλεπε τότε τους τοίχους της φυλακής να ζυγώνουν απειλητικοί, την οροφή ν’ αγγίζει σχεδόν το χωμάτινο δάπεδο με πρόθεση να τον συντρίψει, το μικρό φεγγίτη να χάνει τη λάμψη του. Διαισθανόταν πως μια σατανική επιρροή κυριαρχούσε ολόγυρα που υπερνικούσε τις δυνάμεις του. Και αυτός έμενε αδρανής, ανυπεράσπιστο θύμα στα σχέδιά της. Το αχυρένιο στρώμα αποκτούσε άξαφνα ζωή, καθώς μυριάδες γλοιώδη και σιχαμερά σκουλήκια στροβιλίζονταν αδιάκοπα σ’ ένα ανήσυχο δαιδαλώδες σύμπλεγμα. Ήθελε τότε να βάλει τις φωνές και να ζητήσει βοήθεια.
Τις αμέτρητες φορές που έχασε τον έλεγχο, ο φύλακας φανερωνόταν πίσω από τα σίδερα, βλοσυρός και αμίλητος. Όταν τα πράγματα ξέφευγαν εντελώς, συνοδευόταν από κάνα δυο ακόμα συναδέλφους του, άνοιγαν τη βαριά πόρτα του κελιού που έτριζε απαίσια, τον ακινητοποιούσαν πισθάγκωνα και τον έδεναν με αλυσίδες.
Κι έπειτα, ήταν εκείνοι οι εφιάλτες που τον ταλαιπωρούσαν αφόρητα. Έρχονταν απροκάλυπτα σκορπίζοντας στους πέντε ανέμους τον ύπνο του. Τον έσπρωχναν ανελέητα σε μια απέραντα σκοτεινή άβυσσο. Παιδικές αναμνήσεις συνωστίζονταν αξεδιάλυτες στους νευρώνες του. Μετεικάσματα μιας λησμονημένης νιότης πάσχιζαν ν΄ αναβιώσουν τραυματικά βιώματα από καβγάδες, τιμωρίες και ξυλοδαρμούς. Μετρημένες στα δάκτυλα οι ευτυχισμένες, ανέμελες στιγμές! Ακόμα και τώρα, βυθισμένος στο σκοτάδι, απελπισμένος κι ανήμπορος, δεν μπορεί να μη δακρύσει άμα ξαναφέρνει στην οθόνη του μυαλού του τα πανηγύρια στο χωριό, τις ματιές των κοριτσιών, τα τραγούδια, τους κυκλικούς στροβιλισμούς στο ρυθμό της φαραντόλας.
Οι σκηνές εναλλάσσονται στη μνήμη του ίδιες και απαράλλαχτες σαν άλλοτε. Ένα παράδοξο καρουσέλ τις γυροφέρνει αδιάκοπα κι αυτός χάνεται ολοσχερώς στα παιχνιδίσματα μιας αχαλίνωτης φαντασίας που τον εξουσιάζει πανίσχυρη. Σε αυτές τις ονειροπολήσεις, επιστρέφουν πεισματικά τα ίδια στιγμιότυπα. Τα δεσμά του στο άσυλο του Μπισέτρ και οι σκοτεινές μέρες που φάνταζαν αιώνας. Έπειτα, ο εγκλεισμός στη Βαστίλη με εντολή του βασιλιά. Αυτός, που ποτέ δεν αμφισβήτησε τη δικαιοσύνη ή την εξουσία του μονάρχη, βρέθηκε αλυσοδεμένος στο πιο βαθύ μπουντρούμι, συγκάτοικος σε γειτονικά κελιά με ρεμάλια κάθε λογής, παραβάτες απείθαρχους, πολιτικούς ταραχοποιούς, καταδικασμένους από το κοινοβούλιο.
Το ήξερε, όσο κι αν αντιστεκόταν στην ιδέα: η εντολή του βασιλιά ήταν αμετάκλητη και ισόβια. Όλα αυτά τα χρόνια στη Βαστίλη, ένιωθε την απέραντη αδικία που είχε πλεχτεί σε βάρος του, να τον κατασπαράζει. Δεν μπορούσε να το χωνέψει, πώς δικοί του άνθρωποι -γείτονες και συγγενείς- τον κατέδωσαν στις αρχές. Με ανούσια αφορμή στήριξαν τις καταγγελίες εναντίον του και πλήρωσαν ψευδομάρτυρες κατασκευάζοντας πλαστό κατηγορητήριο. Πάλι καλά που δεν τον έστειλαν στην κρεμάλα! Η φυλακή ήταν αλλιώς, επειδή έτρεφε την αυταπάτη μιας προσωρινής διαμονής τροφοδοτώντας ακατάπαυστα τις ελπίδες του. Η μικρόνοια του χωριού του, στα περίχωρα του Παρισιού, είχε κρίνει τη συμπεριφορά του ως “βδελυρή και σκανδαλώδη”. Οι παράξενες λέξεις δονούν και τώρα τα μηνίγγια του, με την ίδια όπως τότε ένταση.
Συνήθιζε να περνάει την παλάμη του στο ξυρισμένο του κρανίο ώρες ατέλειωτες. Το ίδιο έκανε και τώρα. Ψηλάφισε τις ουλές που είχε αφήσει ο μοξάς, ο διαβόητος καυτηριασμός, μια πανάρχαια πρακτική φερμένη από την Κίνα. Χαράχτηκε ανεξάλειπτα στη μνήμη του η στιγμή που με αναμμένο στουπί είχαν κάψει το δέρμα στην κορυφή του καύκαλου, μέχρις ότου αυτό ζάρωσε, κιτρίνισε και πήρε τελικά την αποκρουστική του απόχρωση. Οι βασανιστές του δεν ησύχαζαν ούτε στιγμή. Στην αρχή προσπάθησαν με κόλπα και τεχνάσματα να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του. Στη συνέχεια, κοίταξαν να τον καθυποτάξουν, να λυγίσουν την περηφάνια του, να καταστείλουν την ορμή του.
***
Ξημέρωσε αλλόκοτα σήμερα. Πρέπει να ήταν μέσα του Ιούλη. Ποιας χρονιάς, δεν θα μπορούσε να πει με ακρίβεια. Τι σημασία είχε άλλωστε! Με το χάραμα, από την ώρα που το πρώτο φως της μέρας πέρασε δειλά το άνοιγμα του φεγγίτη και σκόρπισε τη σκονισμένη ατμόσφαιρα, ένα βουητό τρύπωσε μες απ’ τα κάγκελα. Στην αρχή δεν ξεχώρισε τίποτα, όσο κι αν προσπάθησε. Χλιμιντρίσματα αλόγων ανακατεμένα με φωνές ανθρώπινες, τριξίματα από τροχούς αμαξιών πάνω στο λιθόστρωτο, πυροβολισμοί, κραυγές, κανονιοβολισμοί, και πάλι φωνές, εναλλάσσονταν αδιάκοπα. Άλλοτε, ξεχώριζε τον ήχο τυμπάνων, κάτι σαν απειλή που αναδευόταν στον αέρα. Ο μονότονος ήχος μιας καμπάνας μάταια προσπαθούσε να σημάνει συναγερμό. Κι εκεί, στη μέση των περίπλοκων ήχων, η φαραντόλα έδινε ρυθμό. Ναι, ήταν παραπάνω από βέβαιος. Δεν θα μπορούσε να λαθεύει! Ήταν αυτή που ακουγόταν ξέμακρη, να σιμώνει ολοένα κοντύτερα έξω από τα σίδερα της φυλακής του.
Και τώρα ξεχωρίζει μια-δυο λέξεις που ακούγονται σχεδόν ολοκάθαρα κι επαναλαμβάνονται μονότονα. Κάτι σαν “ισότητα” και “ελευθερία” νομίζει, δεν μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρος. Σε λίγο, έξω από το φρούριο, νιώθει τον όχλο να συσπάται σύγκορμος, μισοτελειωμένες φράσεις να μπερδεύονται με συνθήματα, κραυγές και ψίθυροι να λένε για “ανατροπή του παλιού καθεστώτος”. Ίσως να μην άκουσε καλά στην αρχή, αλλά τις λέξεις, όταν έστησε το αφτί, τις διέκρινε μία προς μία, σχεδόν συλλαβιστά, όπως τις ξεφώνιζε το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί στην πλατεία.
Είχε σταματήσει ν’ αναπνέει. Δεν θυμόταν άλλη φορά, στα τριάντα χρόνια που βρισκόταν δέσμιος, κάτι παρόμοιο να κάνει έφοδο στη μοναξιά του με τόση μανία! Μες στην οχλοβοή, άκουσε τις αλυσίδες της κινητής γέφυρας στην πύλη του φρουρίου να τρίζουν ανατριχιαστικά. Αργότερα, όταν το βουητό φάνηκε να καταλαγιάζει, άκουσε βιαστικά βήματα έξω στους διαδρόμους. Και μετά, πρόσεξε μες στο μισόφωτο, την κλειδαριά του δικού του κελιού να παραβιάζεται και ν’ ανοίγει με θόρυβο.
Βρέθηκε άξαφνα έξω στην πλατεία, μέσα σ’ ένα πλήθος που φώναζε και χειρονομούσε. Φάτσες εξαγριωμένες γύρω του μόρφαζαν μετακινούμενες διαρκώς. Προσπάθησε να διακρίνει γνώριμες μορφές και σχήματα. Ήταν αδύνατο. Άλλη εικόνα είχε εκείνος εγκαταστήσει μόνιμα στο μυαλό του. Με τις αισθήσεις ολάνοιχτες, σε πλήρη εγρήγορση ν’ αντλήσουν κάθε ερέθισμα, δυσκολευόταν να ξεδιαλύνει μυρουδιές και ακούσματα για να τα βάλει σε τάξη.
Ένα ισχυρό τσούξιμο στα μάτια τον αιφνιδίασε. Η κάψα του καλοκαιριού τον καλωσόρισε όπως παλιά, μα εκείνος είχε ξεσυνηθίσει τη θέρμη της. Ήταν νωρίς το απόγευμα και ο πύρινος δίσκος στο στερέωμα αργοσάλευε διστακτικός. Η προοπτική ενός νέου ξεκινήματος ξεδιπλωνόταν στον αγέρα.
Όλα αρχίνησαν αμέσως μετά το άνοιγμα της κλειδαριάς του κελιού του. Τον ελευθέρωσαν από τις αλυσίδες που βάραιναν τα πόδια του και τον οδήγησαν βιαστικά, σχεδόν σπρώχνοντας, στο γραφείο, όπου ο νέος διοικητής της φρουράς τον υποδέχτηκε με χαμόγελα. Δεν τον είχε ξαναδεί. Τον εντυπωσίασε η απλή συμπεριφορά του. Ήταν ένας νέος άντρας γύρω στα τριάντα, με λιτά ρούχα και με ένα παράξενο σκούφο από μαύρη γάζα στο κεφάλι. Η κόκκινη κορδέλα που περιτύλιγε τον σκούφο, τελείωνε πίσω σ’ ένα χοντρό κόμπο που οι άκρες του έπεφταν στους ώμους.
Του μίλησε σε χαμηλό τόνο. Χωρίς απειλές και αγριοκοιτάγματα. Ο ίδιος προτίμησε τη σιωπή. Τον διαβεβαίωσε ότι ήταν “ελεύθερος”. Η λέξη στάλαξε με ζεστασιά στην καρδιά του σαν αληθινή σταγόνα αίμα. Του έδωσαν να φορέσει άλλο παντελόνι, μια πουκαμίσα από φτηνό ύφασμα και ένα σκουφί να καλύψει το ξυρισμένο του κρανίο. Μια χούφτα σόλδια γέμισαν τις τσέπες του παντελονιού του. Μπορούσε να βγει από την πύλη χωρίς περιορισμούς.
Απομακρύνθηκε όσο γινόταν πιο γρήγορα. Χρειάστηκε ν’ ανοίγει συχνά δρόμο ανάμεσα στο εξαγριωμένο πλήθος με απλωμένα τα χέρια. Δίστασε να ξανακοιτάξει πίσω. Μόνο όταν ο όχλος άρχισε σύσσωμος να ανεμίζει λάβαρα και να πυροβολεί στον αέρα, έστρεψε φευγαλέα το βλέμμα προς την τάφρο. Πρόλαβε να δει τον σωρό από άψυχα σώματα που είχαν ριχτεί και στοιβαχτεί σε μια άμορφη μάζα. Κάποιοι πετούσαν φακέλους και έγγραφα, συνδαυλίζοντας τις φλόγες μιας μεγάλης φωτιάς.
Πριν ξαναστρέψει με ανατριχίλα το πρόσωπο, μόλις που πρόλαβε να δει ένα ανθρώπινο κεφάλι ξεκομμένο σύρριζα απ’ τον αυχένα, γεμάτο πληγές και ξεραμένα αίματα, παλουκωμένο σε μυτερή λόγχη. Το περιφέραν από χέρι σε χέρι αλαλάζοντας και χειροκροτώντας, μέσα σ’ ένα σύννεφο κρότων και σκόνης.
Κατάφερε να χαθεί μες στους δαιδάλους της πόλης. Τη μυρουδιά της καμένης πυρίτιδας την αντικατέστησαν σταδιακά οι έντονες οσμές από τα ψητά κρεμμύδια των πλανόδιων και η τσίκνα από το φαγητό στις χύτρες.
Το έβλεπε και το οσμιζόταν στον αέρα. Ένας καινούργιος άνεμος φυσούσε πάνω απ’ το Παρίσι. Τα πρόσωπα φάνταζαν πιο λαμπερά, τα χαμόγελα έδειχναν πιο εγκάρδια, οι ανθρώπινες ομιλίες έμοιαζαν φιλικές. Διαπίστωνε με έκπληξη μια περίεργη κίνηση στους δρόμους. Οι περισσότεροι είχαν εγκαταλείψει τις εστίες τους και ξεχύθηκαν να παίξουν και να ξεφαντώσουν. Μερικοί χόρευαν στο ρυθμό της φαραντόλας τραγουδώντας περίεργα στιχάκια. Έστησε αφτί.
“Ας πεθάνουμε για να την υπερασπίσουμε,
ας ζήσουμε για να την αγαπάμε”
Δεν κρατήθηκε και σταμάτησε τον πρώτο περαστικό. Τόλμησε να ρωτήσει.
– Για ποια μιλούν;
Ο άλλος τον κοίταξε αμήχανα, με ένα ίχνος καχυποψίας.
– Μα, για την πατρίδα, φυσικά!
Τον αποστόμωσε, χωρίς να προσπαθήσει να κρύψει τον ενθουσιασμό του.
***
Τις επόμενες μέρες τις πέρασε ανούσια. Όσο ο ήλιος έφεγγε άπληστα, εκείνος περιδιάβαινε με τις ώρες τους δρόμους της πόλης, δίχως προορισμό, ανακατεμένος μες στο ανώνυμο πλήθος, πασχίζοντας να νιώσει κι αυτός το ρίγος που ενθουσίαζε τους επαναστάτες. Στην πλατεία της Γκρεβ, μάταια αναζήτησε τρόπους ν’ αναλάβει κάποια εκδούλευση, ίσα για να ξεγελάσει την πείνα του. Όλοι τον κοιτούσαν καχύποπτα και του γυρνούσαν την πλάτη. Το στομάχι έσκουζε απαιτητικό, μα εκείνος αγωνιζόταν να το ξεγελάσει τρώγοντας χαρούπια, που έβρισκε ριγμένα μες στα σκουπίδια.
Τη νύχτα, στις όχθες του Σηκουάνα, σκόρπιζε την κούραση της ολοήμερης πεζοπορίας ξαπλωμένος κατάχαμα μετρώντας τα άστρα. Ονειρευόταν σαν το παιδί που του έταξαν δώρο, αλλά δεν φάνηκαν συνεπείς στις υποσχέσεις. Έμοιαζε με φάντασμα σε λάθος ώρα, αόρατη παρουσία ανάμεσα σε βαρέλια και σε κασόνια παρατημένα παράμερα, σιωπηλός ακροατής ατέλειωτων καβγάδων και αλλεπάλληλων διενέξεων.
Χαιρόταν την ανωνυμία, επειδή εξασφάλιζε προσωρινά την ηρεμία του. Ήταν όμως και η αιτία που όλοι τον απέφευγαν συστηματικά. Ίσως πάλι να έφταιγε η φρικαλέα εμφάνισή του, το αξύριστο πηγούνι, το λευκό δέρμα, το ξεδοντιάρικο στόμα που δεν τόλμαγε ν’ ανοίξει. Να μιλήσει, και τι να πει; Πως ήταν έγκλειστος για τριάντα χρόνια στη Βαστίλη και ότι τον θεωρούσαν παράφρονα; Θα τον πίστευαν άραγε άμα τους έλεγε ότι είχε πάρει τις αποφάσεις του για ένα νέο ξεκίνημα; Ήτανε σίγουρος ότι θα τον περιγελούσαν, αν δεν τον λιθοβολούσαν πρωτύτερα.
Πέντε μέρες γύρναγε σαν τον αλήτη. Δεν ήξερε κανέναν, κανείς δεν τον γνώριζε. Ωστόσο, η ελπίδα δεν είχε σβήσει ολότελα μέσα του. Πίστευε ότι, κάπου σε κάποια στροφή του δρόμου, θα συνάνταγε την τύχη να του χαμογελά. Εδώ και λίγη ώρα συνειδητοποίησε μία περίεργη κίνηση στους δρόμους. Κόσμος πολύς έτρεχε προς ένα συγκεκριμένο σημείο. Άντρες ξεφώνιζαν κάνοντας παράξενες χειρονομίες. Γυναίκες τσίριζαν, καθώς ακολουθούσαν πίσω από τους άντρες τρέχοντας. Κάποιος τον σκούντησε, παρασύροντάς τον με ορμή στο διάβα του. Τον έπιασε από τους ώμους, τη στιγμή που πήγαινε να τον προσπεράσει. Ο άλλος τρόμαξε.
– Πού πάμε;
– Στο καπηλειό! Ο πολίτης Παλουά θα μας μιλήσει για τα γεγονότα των τελευταίων ημερών.
Ακολούθησε δίχως να νοιάζεται. Εδώ και πέντε μέρες, είχε αφήσει τα γεγονότα να τον τραβούν από τη μύτη και μια αόρατη δύναμη να εξουσιάζει τη βούληση.
Μέσα στο καπηλειό, τεράστια βαρέλια στοιβάζονταν στη μία πλευρά ενώ ένας πελώριος μολυβένιος πάγκος ήταν στημένος απέναντι. Η μυρουδιά ξινισμένου κρασιού αιωρείτο στον αέρα. Πίσω από τον πάγκο, ένας άντρας περιεργαζόταν τον καθένα που δρασκελούσε το κατώφλι. Του έκανε εντύπωση το βλοσυρό του ύφος. Κείνη την ώρα, υπήρχαν καμιά πενηνταριά άντρες μέσα στην αίθουσα, άλλοι όρθιοι, μερικοί καθισμένοι σε καρέκλες ψάθινες και οι υπόλοιποι ανεβασμένοι στο τραπέζι που βρισκόταν δίπλα στα βαρέλια. Μόλις πέρασε την είσοδο, τους είδε να τσουγκρίζουν τα ποτήρια. Πότε-πότε ξεσπούσαν σε ζητωκραυγές.
– Στην υγεία των νικητών της Βαστίλης.
Ένιωσε τον άνθρωπο που τον είχε παρασύρει ως εκεί, να γέρνει το κεφάλι δίπλα του και την ανάσα να χαϊδεύει το αφτί του. Μίλησε χαμηλόφωνα, εμπιστευτικά.
– Βλέπεις τον άντρα με το άγριο ύφος;
Δεν έδωσε απάντηση. Ο άλλος την έβλεπε άλλωστε στο ξαναμμένο του πρόσωπο που το έδερναν οι απορίες. Συνέχισε με μεγαλύτερη ένταση.
– Είναι ο πολίτης Παλουά. Είναι ένας απ’ τους εξακόσιους που χιμήξανε στη Βαστίλη. Κοίτα το αγέρωχο βλέμμα του! Αυτό το βλέμμα έχει κρατήσει στη μνήμη του αμέτρητες φρικιαστικές εικόνες από τα γεγονότα. Βλέπεις τις πέτρες μπροστά του;
Μόλις τη στιγμή εκείνη πρόσεξε για πρώτη φορά ένα σωρό από πέτρες, στοιβαγμένες άτακτα πάνω στο μολυβένιο πάγκο.
– Τι σημαίνουν οι πέτρες;
– Είναι πέτρες από το φρούριο. Ο πολίτης Παλουά κρατάει ολόκληρη συλλογή απ’ αυτές μες στην ξυλαποθήκη του. Είναι -καθώς λέγει περήφανα- το καλύτερο σουβενίρ της μέρας που έπεσε η Βαστίλη. Σώπα και άκου! Ετοιμάζεται να μιλήσει.
Ο άνθρωπος με το βλοσυρό ύφος γυρόφερε το βλέμμα στην ομήγυρη. Μια λάμψη σπινθήρισε στα μάτια του.
– Πατριώτες, θέλω την προσοχή σας. Όπως όλοι γνωρίζετε, η Βαστίλη έπεσε. Ο δεσποτισμός δεν έχει πια θέση σε τούτη τη χώρα.
Δεν κατανοούσε το περιεχόμενο των λέξεων. Τι δουλειά είχε ο δεσποτισμός με το φρούριο, τα κελιά, το δικό του μπουντρούμι, τα δικά του βάσανα; Γιατί κανείς δεν αναφέρεται σε αυτόν που τα έζησε από μέσα; Γιατί δεν του απευθύνουν τον λόγο; Γιατί τον προσπερνάνε; Μια φωνή από το βάθος της αίθουσας διέκοψε τον Παλουά.
– Γιατί να σκοτωθούν τόσοι πατριώτες;
– Έχεις δίκιο να ρωτάς, αφού κανείς δεν σου εξήγησε. Όλα ξεκίνησαν όταν τα στρατεύματα του βασιλιά συγκεντρώθηκαν γύρω απ’ το Παρίσι και τις Βερσαλλίες. Το μεγάλο σφάλμα του βασιλιά ήταν που ήθελε να κάνει επίδειξη της δύναμής του, αντί ν’ ακούσει τους αντιπροσώπους της Τρίτης τάξης. Κι έπειτα, ήταν και εκείνη η άδικη αντικατάσταση του Νεκέρ στο υπουργείο οικονομικών από τον άχρηστο Μπρετέιγ. Γιατί να θέλει ο βασιλιάς να εξαπατήσει το λαό;
Στην ερώτηση του Παλουά έδειξαν όλοι δυσαρέσκεια, που φάνηκε ολοκάθαρα από τις αηδιαστικές γκριμάτσες, τις βρισιές και τα σχόλια. Εκείνος όμως έμενε με την απορία. Για ποιον βασιλιά μιλούσαν; Ποιους υπουργούς; Αυτός γνώριζε μόνο τον Λουδοβίκο τον Πολυφίλητο, τον καρδινάλιο ντε Φλερύ και την μαντάμ ντε Πομπαντούρ. Κανείς, στα χρόνια που κυκλοφορούσε ελεύθερος, δεν είχε τολμήσει να αμφισβητήσει τη δύναμή τους. Ο Παλουά όμως είχε παρασυρθεί σ’ ένα καταιγισμό ειδήσεων. Φαινόταν να αδιαφορεί για τις εντυπώσεις.
– Μετά την κατάληψη της Βαστίλης, τα γεγονότα εξελίχθηκαν γρήγορα. Ο βασιλιάς έστειλε στρατό στο Παρίσι, ανακάλεσε τον Νεκέρ στο υπουργείο και ήλθε ο ίδιος προχτές αφήνοντας τις Βερσαλλίες. Πατριώτες, βάλτε το καλά στο μυαλό σας. Ζούμε την ανατροπή ενός κόσμου που μας τυραννούσε αιώνες. Ζούμε την ανατροπή του παλιού καθεστώτος και την αρχή μίας νέας τάξης πραγμάτων.
Αυτό ήταν ακριβώς που τον τρόμαζε περισσότερο: η νέα τάξη πραγμάτων. Γιατί δεν τον ρωτάνε; Αυτός δικαιολογημένα βρισκόταν στη φυλακή. Πέρασε από δίκη, οι δικαστές πίστεψαν τους μάρτυρες κατηγορίας, η κοινωνία όλη είχε στραφεί εναντίον του, δεν μπορούσαν να κάνουν αλλιώς, και τον καταδίκασαν ανάλογα με τις παρανομίες που είχε κάνει. Για ποια τυραννία μιλάνε;
Η φωνή από το βάθος της αίθουσας ξανακούστηκε πιο βροντερή.
– Γιατί να σκοτωθούν τόσοι πατριώτες;
Αυτή τη φορά το ερώτημα έκανε αίσθηση, γιατί όλοι γύρισαν προς τη μεριά του ανθρώπου που είχε τολμήσει να το διατυπώσει. Ο Παλουά αναγκάστηκε ν’ ανασκουμπωθεί. Έψαξε να βρει κατάλληλες λέξεις και πειστικά επιχειρήματα.
– Αυτοί, και άλλοι τόσοι, να σκοτωθούν για το καλό του λαού! Ο ντε Λωναί δεν παρέδωσε τον οπλισμό που του ζητήσαμε. Απάντησε με υπεκφυγές. Και δεν έφτανε μόνο αυτό. Διέταξε πυρ εναντίον των πατριωτών που βρίσκονταν κιόλας στο προαύλιο του φρουρίου. Εκατοντάδες κορμιά έπεσαν που μετά τα ρίξαμε στις τάφρους.
Ο ντε Λωναί, ο φρούραρχος της Βαστίλης! Τώρα μόλις κατανοούσε ποιανού το κεφάλι, το γεμάτο πληγές και ξεραμένα αίματα, είχε παλουκωθεί στη μυτερή λόγχη. Ανατρίχιασε στην ανάμνηση της τρομακτικής εικόνας. Ο Παλουά συνέχισε απτόητος.
– Ο ντε Λωναί στο τέλος παραδόθηκε. Το κεφάλι του περιφέρεται ακόμα στους δρόμους της πόλης καρφωμένο στη λόγχη. Αν χρειαστεί, θα κοπούν κι άλλα κεφάλια.
Μια ορμέμφυτη δύναμη αισθάνθηκε να τον ωθεί βίαια μακριά απ’ το καπηλειό. Βρέθηκε ξανά στους δρόμους της ανάστατης πόλης και το τσούξιμο στα μάτια από τις καυτερές ακτίνες του μεσημεριάτικου ήλιου ήταν ακόμα πιο δυνατό. Έμπλεξε σ’ ένα μπουλούκι από μεθυσμένους, που χόρευαν στον ξέφρενο ρυθμό της φαραντόλας. Κρατούσε ο ένας τον άλλο με μαντίλια, ακολουθώντας τον ήχο του φλάουτου και του ταμπουρίνου που δίδαν το σκοπό.
Αδυνατούσε να ξεκαθαρίσει τις σκέψεις του. Είχε χαθεί σ’ έναν δεινό ανεμοστρόβιλο που πάσχιζε να τον τρελάνει. Επιτέλους, ποια καινούργια τάξη πραγμάτων γεννιόταν, στηριγμένη σε παλουκωμένα κεφάλια; Ποια νέα εποχή ανέτειλε μέσα σε ποταμούς αίματος; Ποιος είναι ο κόσμος, που ο ίδιος προσδοκούσε;
Ένιωσε την ανάγκη να ξαναγυρίσει στη Βαστίλη, στο μικρό κελί του, στην ασφάλεια του δικού του καταφύγιου. Θα ζήταγε να τον κλείσουν ξανά. Θα έπεφτε στα γόνατα, εκλιπαρώντας τον νέο φρούραρχο να τον δεχτεί. Ας έμενε, γι’ άλλη μια φορά, έγκλειστος με την ελπίδα για ένα ομορφότερο αύριο.
Ήταν η μόνη πράξη, για την οποία μπορούσε ο ίδιος να πάρει απόφαση.
Ήταν, καθαρά, θέμα αξιοπρέπειας.