Κατάδυση
του Νίκου Μαρκέα
Το ΄χες πει άλλωστε κι άλλες φορές σ’ όλους τους τόνους:
«Δε μου αρκούν οι κατακτήσεις των κορφών,
δε με τρελαίνουν τ’ ανεμοδαρμένα υψώματα,
για μένα άλλη φαντάζει ως η μέγιστη ευχαρίστηση».
Φούσκωνες τότε τα στήθη και τα μάτια σου έλαμπαν,
συνεπαρμένα απ’ ανεξήγητη εωσφορική μανία:
«Θα ‘θελα πριν πεθάνω, να νιώσω του νερού το σφιχταγκάλιασμα,
τα βάθη του ανεξερεύνητου βυθού ν’ αναγνωρίσω».
Και βούτηξες έτσι, δίχως σκάφανδρο,
χωρίς στο πρόσωπο τη μάσκα τ’ οξυγόνου.
Καθώς ο ήλιος κόντευε στη δύση του, βρήκες ανάσα
που σ’ έστειλε γλυκά να συναντήσεις τ’ όνειρο.
Στην πτώση την αργόσυρτη είχες τα μάτια ανοιχτά
και τεντωμένες τις αισθήσεις.
Κι είδες υπόγειες σπηλιές και βράχια ατέλειωτα,
νωχελικές τις σμέρνες κι ένα κοπάδι από σκορπιούς ευλύγιστους.
Εκεί, στη Χώρα της σιωπής,
ένα σαλάχι με πλατιά τη ράχη ανασκουμπώθηκε,
οι μέδουσες τινάξανε τα κρόσσια να ξεφύγουν,
και ο αστερίας τρομαγμένος συνταράχτηκε.
Την όμορφη την κόρη του Νηρέα που σε κοίταζε, δεν πρόσεξες
όταν τα μάτια έκλεισε θλιμμένη από το θέαμα.
Ναυάγια με τσακισμένα τα κατάρτια δε συνάντησες,
ούτε χαμένες Ατλαντίδες που σου έταξαν.
Τι κι αν η Αμφιτρίτη τον κύρη της παρότρυνε;
Εκείνος, παρέα με δελφίνια και θαλάσσιους δαίμονες,
μετανιωμένος, την τρίαινα απέσυρε.
Δεν είχε νόημα, έτσι που σ’ αντίκρισε ανταριασμένο.
Κι έπειτα, ήρθες και κούρνιασες,
δίπλα στο μακρουλό διάφανο μπουκάλι,
με την ανάγλυφη μορφή του δράκου στη μια του όψη,
σύμβολο κι έμβλημα της αχαλίνωτης αλαζονείας σου.
Ήθελες, μα δε μπόρεσες από κει να ξεγλιστρήσεις.
Δεν βρήκες περισσή ανάσα, ξεθυμάναν οι δυνάμεις σου.
Δεν υπήρχε πια για σε άλλη ανάδυση.