«Η σπίθα που ήθελε να γίνει πυρκαγιά» του Νίκου Μαρκέα

Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή
«Περίπατοι σε ήχο πλάγιο»
που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Βασδέκη

Η σπίθα που ήθελε να γίνει πυρκαγιά

ΦΟΡΟΥΣΑ ΤΟΝ ΦΑΚΟ στην πάνω αριστερή τσέπη της άσπρης ιατρικής μου μπλούζας, σαν να ήταν παράσημο. Έμοιαζε με στυλό διαρκείας, καθώς τον είχα τοποθετήσει δίπλα στο μπικ και στο μπλε μαρκαδόρο. Η αλήθεια είναι ότι τον πρώτο καιρό ο φακός αυτός είχε φανεί εξαιρετικά χρήσιμος. Τον άναβα όσες φορές ήθελα να εξιχνιάσω μια λεπτομέρεια στο δέρμα του ασθενούς, ή να φωτίσω τις σκοτεινές κρύπτες του φάρυγγα μέσα από το ανοιχτό στόμα. Είχα μάθει να φέρνω το χέρι μηχανικά στην τσέπη όποτε δυσκολευόμουν να διαλευκάνω περίεργες υποθέσεις. Και δεν ήταν σπάνιες οι φορές που το απίθανο αυτό αντικείμενο με είχε βγάλει ασπροπρόσωπο.

Τώρα που τα περασμένα είχαν ήδη ξεθωριάσει, έφτανε απλά ν’ αγγίξω τη σκουριασμένη μεταλλική επιφάνεια για ν’ αναπηδήσουν οι θύμησες, κάνοντας κατοχή στο μυαλό μου. Μετά την εξάντληση της μπαταρίας, σκέφτηκα να την αλλάξω. Αντιστεκόμουν στην ιδέα του σβησμένου φακού. Απεχθανόμουν τη θέα ενός άχρηστου αντικείμενου που επέμενε να φιγουράρει στην τσέπη.

Οι μέρες πέρασαν, και έπειτα οι μήνες, τα χρόνια, κι εγώ έμενα διαρκώς με την έγνοια ν’ αλλάξω με νέα την παλιά μπαταρία. Σταδιακά, ξέχασα την έγνοια. Και μετά, ξέχασα ολότελα τον ίδιο το φακό, εγκαταλελειμμένο στα αζήτητα μέσα στην τσέπη. Το μόνο που θυμήθηκα κάποτε, ήταν να πετάξω την παλιά μπαταρία. Τα υγρά της είχαν ξεφύγει από τα πλάγια και είχαν βρει διέξοδο ποτίζοντας το ύφασμα και αφήνοντας το δηλητήριό τους να βρωμίζει τη μπλούζα μου.

Και τώρα, με ένα απλό άγγιγμα στη ψυχρή μεταλλική επιφάνεια, ήρθαν απρόβλεπτα εικόνες από την πρώτη συνάντηση. Τον είχα γνωρίσει σε μια έξοδο με φίλους. Ήταν ο νεότερος της παρέας. Από την πρώτη στιγμή, έκανε εντύπωση το εκφραστικό του βλέμμα. Έμοιαζε με σπίθα που ήθελε να γίνει πυρκαγιά. Δεν ήξερα πολλά γι’ αυτόν, και ούτε είχα διάθεση να μάθω. Οι φίλοι τον ήθελαν μόνο και μόνο για να μοιράζονται μαζί του τα κοινά τους ενδιαφέροντα. Ούτε αυτοί ρωτούσαν. Ποιος θα νοιαζόταν άλλωστε; Ήταν αρκετά για όλους το λαμπερό χαμόγελο και οι ξεκάθαρες προθέσεις. Ποτέ δεν νοιάστηκαν να μάθουν το αληθινό του όνομα. Είχαν γι’ αδιάψευστο γνώμονα στην κρίση τους όλα εκείνα τα ιδανικά που φουσκώνουν με θάρρος το νου και ριγούν με κύματα συγκίνησης την ψυχή. Ο ίδιος φαινόταν ν’ απολαμβάνει την ανωνυμία του.

Φαινόταν άνθρωπος που μέτραγε τα λόγια του. Από τα ελάχιστα που ο ίδιος επέτρεψε να μαθευτούν, ενημερώθηκα πως είχε μόλις αποφοιτήσει από το Πολυτεχνείο και κόντευε να ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή πάνω στην ”αντοχή των υλικών”. Άλλα δεν ρώτησα. Αν και έδειχνε διατεθειμένος ν’ απαντήσει, αρκεί οι ερωτήσεις να κινούνταν μέσα στο πλαίσιο της διακριτικότητας και της ευπρέπειας. Δεν κατόρθωσα όμως να κρύψω τον θαυμασμό μου.

– Πώς τα καταφέρνεις; Μόλις αποφοίτησες από το Πολυτεχνείο, ολοκληρώνεις χωρίς καθυστέρηση τη διατριβή και ψάχνεις για δουλειά!

Με καθησύχασε μ’ ένα χαμόγελο.

– Δεν κατάλαβες. Προς το παρόν δεν σκέφτομαι να ‘βρω δουλειά. Άλλωστε ποτέ δεν με ενδιέφεραν οι σπουδές στο Πολυτεχνείο. Όταν συμπλήρωνα το μηχανογραφικό, δεν είχα τα μυαλά που έχω τώρα. Απλώς και μόνο θέλω το πτυχίο να μοστράρει στο βιογραφικό μου.

– Και τι σκοπεύεις να κάνεις;

– Μελετώ ξανά για να δώσω κατατακτήριες εξετάσεις στη Μαθηματική σχολή. Αργότερα, ίσως! Έχουμε καιρό για δουλειά.

Θυμόμουν ζωηρά τη μοναδική φορά που με δέχτηκε σπίτι του. Έμενε κάπου στα Πετράλωνα, σε μια ασήμαντη γκαρσονιέρα ολομόναχος, σε μια γειτονιά ήσυχη, προσαρμοσμένη κι αυτή στα αλλόκοτα γούστα του. Αλησμόνητη θα έμενε στη μνήμη μου η μουσική που επέλεξε, για να με καλωσορίσει στο “φτωχικό του καλύβι”.

– Είναι μουσική Στραβίνσκι.

Τον κοίταξα γεμάτος απορία.

– Είναι μουσική μπαλέτου, από την “Ιεροτελεστία της άνοιξης”.

Συνέχισα να απορώ. Ξεφύλλισα το εσωτερικό της θήκης του βινύλιου και προσπάθησα να μάθω. Οι ήχοι ακολουθούσαν ένα ιδιαίτερο τέμπο, μια ξεχωριστή φόρμα από αυτή που το μουσικό μου κριτήριο είχε συνηθίσει. Βιάστηκε να λύσει τις απορίες.

– Εδώ το φαγκότο ερμηνεύει στην υψηλή περιοχή τη μελωδία. Το γαλλικό κόρνο και τα κλαρινέτα εμφανίζονται νωρίς, δείχνοντας τον γενικό χαρακτήρα του έργου.

Ήθελα να μάθω περισσότερα, μα δεν τόλμησα να ρωτήσω. Τον είδα που κάθισε στον καναπέ κι έκανε νεύμα και σ’ εμένα να καθίσω. Δεν είχα άλλη επιλογή. Προτίμησα τη σιωπή, υιοθετώντας τη βουβή μέθεξη στον κόσμο των ήχων. Μόνο όταν ο δίσκος έπαψε να γυρνά και οι ήχοι καταλάγιασαν, βρήκα το θάρρος.

– Τι σημαίνει για σένα αυτή η μουσική;

– Θα αντιστρέψω την ερώτηση, πριν απαντήσω. Τι σημαίνει για σένα;

Με βρήκε απροετοίμαστο. Όσο και αν προσπάθησα να τα κατανοήσω, ο Στραβίνσκι, η μουσική του και η ιεροτελεστία της άνοιξης παράμεναν ένα δισεπίλυτο μυστήριο. Είχα συνδέσει την καλή μουσική με την μελωδία. Οι άγαρμπες αυξομειώσεις του ήχου, οι παροξύνσεις των χάλκινων πνευστών, οι έντονες παρεμβολές των τυμπάνων, με είχαν φρικάρει. Έψαχνα να ‘βρω τις κατάλληλες λέξεις για ν’ αποτυπώσω τις εντυπώσεις μου, χωρίς να ξαφνιάσω τον συνομιλητή μου.

– Θα έλεγα ότι με μπέρδεψαν λίγο οι εμπνεύσεις της γραφής του. Φαντάζομαι ότι και η παρτιτούρα του έργου θα μοιάζει με αφηρημένη τέχνη: νότες σκορπισμένες εδώ κι εκεί, αφηνιασμένα κρεσέντο, αλληλεπιδράσεις των οργάνων σε μια χαοτική αλληλουχία, μια παραφροσύνη μουσικών φθόγγων χωρίς αρχή, μέση και τέλος.

Φοβόμουν την αντίδρασή του. Χαμογέλασε.

– Δεν έχεις και άδικο. Η πρεμιέρα του έργου ήταν σκανδαλώδης. Είχαν σηκωθεί όλοι όρθιοι, γιουχάιζαν και θορυβούσαν. Ο Στραβίνσκι είχε θυμώσει πολύ τότε.

Πήρε βαθιά ανάσα κι έριξε διεισδυτική ματιά πάνω μου.

– Μα, γιατί πρέπει να εξηγείς με λέξεις το αριστούργημα που μόλις απόλαυσες; Η μουσική είναι κάτι παραπάνω από αυτό.

Φαίνεται πως τον κοιτούσα με το ίδιο, όπως πριν, απορημένο βλέμμα.

– Πολλά έχουν ειπωθεί για τη θαυματουργική ενέργεια της μουσικής. Ένα είναι σίγουρο: από τη στιγμή που αποδείχτηκε πως η μουσική χαρίζει γενναιόδωρα πειθαρχία στον χρόνο και ουσία στην ίδια τη σιωπή, το ντύσιμό της με λέξεις φαντάζει ως παράτολμη ιδέα. Γιατί απειλείται να χάσει εύκολα τον προσανατολισμό της και να παρασύρει σε μαρασμό τις λέξεις και σε ευτελισμό την τέχνη των ήχων. Θα έλεγα πως δεν υπάρχει κάτι πιο αληθινό από τούτο.

Κοίταξα ολόγυρα ψάχνοντας για μουσικά όργανα, θήκη βιολιού, κάποιο βιολοντσέλο παρατημένο στη γωνία, ένα πιάνο με ουρά. Τίποτε! Η επόμενη ερώτηση ήρθε αυτόματα, χωρίς περίσκεψη.

– Έχεις σπουδάσει μουσική; Ξέρεις να παίζεις κάποιο όργανο;

– Όχι! Πώς σου κατέβηκε η ιδέα; Προτιμώ ν’ απολαμβάνω τη μουσική ως ακροατής, παρά να μελετώ ένα μουσικό θέμα ατέλειωτες ώρες πάνω από μια απαιτητική παρτιτούρα, φροντίζοντας να μη ξεχάσω νότα.

Ομολογώ ότι η άποψή του έμοιαζε λογική. Από εκείνη τη συνάντηση δεν θυμάμαι κάτι περισσότερο. Ο καιρός πέρασε, και μόνο μετά το καλοκαίρι, όταν ξαναβρεθήκαμε σ’ έναν όμιλο φίλων, ξαναβρήκα το θάρρος και τον πλησίασα.

– Τι έγινε; Πέρασες τις εξετάσεις;

Στράφηκε ξαφνιασμένος, σαν να είχε ξυπνήσει αναπάντεχα από βαθύ λήθαργο που τον είχε συνεπάρει. Όμως -πράγμα περίεργο- είχε την απάντηση έτοιμη.

– Μα, φυσικά. Παρακολουθώ κιόλας τα μαθήματα στο δεύτερο έτος της Μαθηματικής σχολής. Σε δύο χρόνια τελειώνω.

Ντράπηκα για τις αμφιβολίες μου. Προσπάθησα ν’ αποφύγω τη σύγκριση. Είχα χρειαστεί πάνω από έξη βασανιστικά χρόνια να τελειώσω την Ιατρική. Τη διδακτορική διατριβή την ξεκίνησα πολλά χρόνια μετά. Ήταν όταν, αφού ολοκλήρωσα την ειδικότητα, ένιωσα έντονα την ανάγκη ν’ ανελιχθώ στην κλίμακα της επιστημονικής ιεραρχίας, έχοντας ένα αδιαφιλονίκητο εφόδιο στο ατομικό μου οπλοστάσιο. Επικρατούσε ακόμη η άποψη ότι “ιατρός δίχως διατριβή να κοσμεί το βιογραφικό του, μοιάζει με αγρότη χωρίς το ξινάρι του”.

Έκανα σχεδόν τρία χρόνια να τον ξαναδώ. Πίστευα ότι θα ήταν πολυάσχολος. Πού καιρός για βόλτες και γλεντοκοπήματα! Δίσταζα να ρωτήσω. Φοβόμουν πως στο άκουσμα των νέων του επιτυχιών, θα ξεσηκώνονταν μέσα μου κύματα ζήλειας.

Άλλωστε ήμουν πνιγμένος σε χιλιάδες έγνοιες. Ένιωθα ότι ένας χείμαρρος υποχρεώσεων με παρέσυρε δίχως έλεος. Η οικογένεια και η έλευση στον κόσμο ανάμεσά μας ενός νέου ανθρώπου που, μαζί με την ανείπωτη χαρά, κουβαλά ένα σωρό σκοτούρες, δεν επέτρεπαν διασκεδάσεις και ταξίδια αναψυχής. Και, παράλληλα με όλα τούτα, έρχονταν απανωτά αλλεπάλληλες ανακοινώσεις και στρογγύλες τράπεζες σε διεθνή συνέδρια, η αναγκαία κλινική έρευνα στο νοσοκομείο, πρωτόκολλα εργασίας για νέους συναδέλφους που λαχτάραγαν ακόρεστα ν’ ανοίξουν επιτέλους τα φτερά τους και ατέλειωτες δημοσιεύσεις σε επιστημονικά περιοδικά.

Ωστόσο, ένα τεράστιο κενό αισθανόμουν συχνά να με κατακλύζει. Μήπως, χωρίς να το επιζητώ, είχα ξεφύγει από τον αρχικό μου προορισμό; Αδυνατούσα ν’ ανιχνεύσω κοινά γνωρίσματα ανάμεσα στο ιδεώδες που κάποτε ασκούσε πάνω μου έλξη ακαταμάχητη, και στη μιζέρια της στυγνής καθημερινότητας που με ωθούσε μακριά από το σκοπό της ύπαρξης. Βούλιαζα σε μια άβυσσο πρόσκαιρων επιδιώξεων, το γνώριζα καλά, αλλά αδυνατούσα ν’ αντισταθώ. Σποραδικά μόνο κατάφερνα να αντιδρώ, τις σπάνιες φορές που επαναπροσδιόριζα τους υπαρξιακούς μου στόχους και αγωνιζόμουν να πάω κόντρα στο ρεύμα. Ο κανόνας όμως με ήθελε αφοσιωμένο σε ανούσια πράγματα. Πειθήνιο όργανο μιας ειμαρμένης που κατασκεύαζαν οι άλλοι για μένα.

Τον συνάντησα εντελώς απρόοπτα, χρόνια μετά, στον πιο παράξενο τόπο που θα μπορούσα να φανταστώ: σ’ ένα κεντρικό στενό της Αθήνας, εκεί που σαπίζουν απ’ τη φθορά του χρόνου τα μικρομάγαζα της πόλης και ο θόρυβος της εξάτμισης από τα ανυπόταχτα δίκυκλα μεσουρανεί στον αγέρα. Τον ανακάλυψα βουτηγμένο μες στις σελίδες τεράστιων τόμων. Όπως ακριβώς τον έφερνα συχνά στο νου με τα μάτια της φαντασίας μου! Μόνο που δεν είχα μαντέψει τον ακριβή τόπο.

Μπήκα στο μαγαζί για έναν ανεξήγητο λόγο. Ίσως γιατί με μάγεψαν οι ήχοι του πικάπ. Έστησα αφτί. Δεν έκανα λάθος. Ήταν η μουσική του Στραβίνσκι από την “Ιεροτελεστία της άνοιξης”. Αλλά, πάνω απ’ όλα, με μαγνήτισε η έντονη μυρουδιά από τα μπαχάρια και τα βότανα που πλημμύριζε την ατμόσφαιρα. Ανάμεσα σε πελώριους σάκους με δεντρολίβανο και πιπέρι, κάτω από ράφια με μπουκάλια ξέχειλα από δυόσμο και λεβάντα, τον ξέθαψα χωμένο σε χοντρά βιβλία να πασχίζει ν’ ανακαλύψει νέους ανεξερεύνητους κόσμους. Τον ξάφνιασε η σκιά μου. Σήκωσε το κεφάλι και συνάντησε το βλέμμα μου αναστατωμένος.

– Εσύ, εδώ; Από πού κι ως πού;

Είχαμε και οι δύο την ίδια απορία.

– Και τώρα τι κάνεις; Τι μελετάς;

Με έτρωγε η περιέργεια να μάθω. Ενδόμυχα όμως με ανακούφιζε η υποψία ότι ο άλλος δεν είχε καταφέρει ουσιαστικά πράγματα στη ζωή του. Πόσο αλήθεια να είχε προκόψει, αφού τον έβρισκα ράθυμο να στρογγυλοκάθεται πουλώντας μπαχάρια;

– Μετά το πτυχίο στα μαθηματικά, κατάλαβα το μεγάλο μου λάθος. Διορίστηκα αναπληρωτής σε επαρχιακό γυμνάσιο. Με στείλανε στα Δωδεκάνησα. Αλλά σύντομα διαπίστωσα ότι εγώ δεν κάνω για την αίθουσα διδασκαλίας. Ξέρεις τι σημαίνει να τα βάζεις με τους σημερινούς νέους στην αρχή της εφηβείας; Θέλει τσαγανό που φαίνεται δεν διαθέτω. Ένας θηριοδαμαστής θα ήταν καταλληλότερος γι’ αυτή τη δουλειά.  Έβαλα λοιπόν και εγώ πλώρη να σπουδάσω ιατρική. Τον άλλο μήνα δίνω κατατακτήριες εξετάσεις και, αν τελικά τις περάσω, απ’ το Σεπτέμβρη θα είμαι δευτεροετής φοιτητής στην Αθήνα.

Κοιταχτήκαμε για λίγο αμίλητοι. Στη συνέχεια, για να δώσει εξηγήσεις στα ερωτηματικά που στοιβάζονταν σωρός, συνέχισε χωρίς να διστάσει.

– Εδώ, στο μαγαζάκι του αδερφού της μητέρας μου, έβγαλα το Πολυτεχνείο και το Μαθηματικό. Εδώ, να δεις, θα τελειώσω και την Ιατρική.

Δεν μπόρεσα να κρύψω το θαυμασμό μου. Η ζήλεια που με κατέτρωγε, φούντωσε άξαφνα εφορμώντας στην καρδιά μου, αλλά εκείνος φρόντισε να την απωθήσει βίαια. Έψαξε να ‘βρει δικαιολογίες, να μειώσει την αξία των επιτυχιών, να συρρικνώσει -όσο άντεχε- τις εντυπώσεις. Θυμήθηκα τους ήχους απ’ το πικάπ.

– Τι ακούς;

– Δεν κατάλαβες; Δες εδώ.

Χαμογελούσε σαρδόνια. Έσκυψε και ανέσυρε από ένα χαμηλό ντουλάπι τρεις δίσκους βινύλιου τριάντα τριών στροφών. Έβλεπα χωρίς να καταλαβαίνω.

– Είναι τρεις ξεχωριστές εκτελέσεις του ίδιου έργου του Στραβίνσκι. Διαφορετικοί συντελεστές, διαφορετικές ορχήστρες, διαφορετικοί μαέστροι!

– Τι νόημα έχει αυτό;

– Κάθε φορά που ακούω τη μία ή την άλλη εκδοχή, είναι σα ν’ ακούω κάτι καινούργιο. Δεν μπορώ να στο εξηγήσω με λόγια.

Ένιωσα για πολλοστή φορά απέναντί του ανεπαρκής. Βάλθηκα ν’ αλλάξω θέμα συζήτησης.

– Παντρεύτηκες; Έκανες οικογένεια;

– Δεν είσαι με τα καλά σου. Εγώ δεν νιώθω ακόμα έτοιμος να κουμαντάρω τον εαυτό μου, και θα επωμιστώ οικογενειακά βάρη και τις ευθύνες αλλωνών;

Κάτι μ’ έκαιγε, με τσουρούφλιζε, να ρωτήσω, να πάρω απάντηση. Διερωτώμουν αν οι δικές μου επιλογές ήταν τελικά οι πιο σωστές. Δεν συγκρατήθηκα.

– Και πότε θα κάνεις πράξη τις θεωρίες που έμαθες; Πότε θα βγεις στην αγορά εργασίας; Πόσο καιρό ακόμα θα σπουδάζεις;

Ενδόμυχα λαχταρούσα να θέσω διαφορετικά το ερώτημα: ”Πότε θα είσαι έτοιμος να προσφέρεις στο κοινωνικό σύνολο;” Προτίμησα όμως να το φυλακίσω ερμητικά μες στο μυαλό μου. Ίσως για να μην επιστρέψει πάνω μου ανελέητο το ερώτημα και αναγκαστώ να προβώ σε απρόβλεπτα δυσάρεστη ενδοσκόπηση. Τρόμαζα στην ιδέα ότι θα έπρεπε να ψάξω μια πειστική απόκριση. Ήταν όμως καιρός να χωρίσουμε.

– Θα ήθελα να μη χαθούμε.

Ανταλλάξαμε στη στιγμή διευθύνσεις και τηλέφωνα. Στη ματιά του διέκρινα την ειλικρινή του πρόθεση να μη χαθούν οι δρόμοι μας. Τώρα μάλιστα που ο πολυπράγμων φίλος μου ετοιμαζόταν να σπουδάσει την τέχνη του Ασκληπιού, ένιωθα να μοιράζεται μαζί μου κοινές έγνοιες και ν’ αναπτύσσονται αμφίδρομα σχέσεις συναδελφικές. Χωρίσαμε, με την πεποίθηση ότι σύντομα θα ξανασυναντιόμασταν.

Η ζωή πλάθει σενάρια αλλιώτικα απ’ τα ανθρώπινα. Τα χρόνια πέρασαν και νέα του δεν είχα. Όσο κι αν ρώτησα κοινούς γνωστούς και φίλους, κανείς δεν είχε πληροφορηθεί κάτι που να μαρτυρούσε οτιδήποτε. Στο τέλος, πήρα την απόφαση. Σχημάτισα τον αριθμό του στο κινητό. Το κουδούνισμα επαναλήφθηκε αναρίθμητες φορές, μέχρι το μαγνητοφωνημένο μήνυμα να ειδοποιήσει για το ανέφικτο της κλήσης. Προσπάθησα κι άλλο, πάντα με το ίδιο αποτέλεσμα.

Τον είχα σχεδόν ξεχάσει, οι επαγγελματικές μέριμνες με είχαν αποξενώσει, τα οικογενειακά βάρη έπεφταν ασήκωτα στους ώμους μου. Τότε, σ’ ένα τρελό παιχνίδι της μοίρας, πήρε το μάτι μου τη χαρακτηριστική φιγούρα ντυμένη στα λευκά μες στην ιατρική της μπλούζα, να κινείται ανάλαφρα στους διαδρόμους του χώρου όπου εργαζόμουν. Τον πλησίασα με ειλικρινή αγωνία, να μάθω επιτέλους.

– Τι κάνεις, παλιόφιλε; Άνοιξε η γη και σε κατάπιε;

– Έχω αλλάξει τηλέφωνο. Δεν μένω εξάλλου στη διεύθυνση που ήξερες. Και δεν είναι μόνο αυτό!

Κρεμόμουν από τα χείλη του. Ποια άλλη δικαιολογία θα εφεύρισκε;

– Έχω αλλάξει κι επώνυμο. Δεν έχω εκείνο που ήξερες. Χώρισα από την πατρική οικογένεια. Μη με ρωτάς περισσότερα. Έχω τώρα το επώνυμο του θείου, του αδερφού της μητέρας μου.

Στην πραγματικότητα επιθυμούσα να μάθω λεπτομέρειες. Δεν μ’ έπειθε ότι βρισκόταν στο πιο κρίσιμο σταυροδρόμι της ζωής του. Στο βλέμμα του διέκρινα κείνη τη σπίθα που είχα πρωτοαντικρίσει κάποτε. Διάβαζα μες στις καστανές αποχρώσεις των ματιών του τη γνώριμη αποφασιστικότητα, που δεν χωρούσε αμφιταλαντεύσεις και προσκόμματα. Και εγώ στεκόμουν μπροστά τους αμήχανος. Ανταλλάξαμε ξανά διευθύνσεις και τηλέφωνα. Τότε ήταν που μου χάρισε τον φακό.

– Ξέρω πως θα σου φανεί πολύτιμος. Αλλά, κυρίως, ξέρω πως εξαιτίας του θα με θυμάσαι πότε-πότε, μιας και θα τον κουβαλάς διαρκώς στην τσέπη σου.

Θαρρείς και είχε μαντικές ικανότητες! Με μαρμάρωνε η ψυχρότητά του απέναντι στη σουρεαλιστική εκδοχή των πραγμάτων. Θυμάμαι ακόμα τα λόγια που διάλεξε για κατευόδιο, ένα προς ένα.

– Οι δρόμοι μας ανταμώνουνε ξανά, συνάδελφε. Πέρυσι τέλειωσα με τη σχολή και άρχισα από φέτος την ειδικότητα της γενικής ιατρικής. Ξεκίνησα παράλληλα και τη διατριβή μου στις αλληλεπιδράσεις των φαρμάκων. Ποιος μπορεί να ξέρει; Ίσως σε χρειαστώ σύντομα.

Δεν έτρεφα αυταπάτες. Φαινόταν να έχει γυρίσει σελίδα στην προσωπική του ζωή. Αδυνατούσα να προβλέψω τις εξελίξεις και κυρίως δεν κατανοούσα πού θα μπορούσα εγώ να βοηθήσω.

Οι μήνες περνούσαν και τον είχα σχεδόν αποβάλλει από τη σκέψη μου. Τη φορά αυτή, με πήρε εκείνος στο τηλέφωνο. Στη φωνή του ξεχώρισα την όρεξη να βρεθούμε.

– Πότε θα έχεις εφημερία; Θα ήθελα να μου δείξεις τεχνικές παροχής πρώτων βοηθειών. Πώς ακινητοποιείς ένα κάταγμα, πώς κάνεις ανάταξη. Θα μου φανούν χρήσιμα στο μέλλον.

– Αύριο κιόλας μπορείς να έρθεις στα εξωτερικά ιατρεία. Η καλύτερη ώρα είναι το απόγευμα, στην κορύφωση της δουλειάς.

– Θα είμαι εκεί. Να με περιμένεις!

Χάρηκα που επιτέλους θα φαινόμουν σε κάτι χρήσιμος. Με κολάκευε η ιδέα πως θα κατάφερνα να μεταλαμπαδεύσω τις γνώσεις μου σε νέο άνθρωπο που λαχτάραγε να πάρει τη ζωή στα χέρια του.

Την επόμενη μέρα, κατά το σούρουπο, ήρθε. Στα εξωτερικά ιατρεία του νοσοκομείου, ένα ετερόκλιτο πλήθος συνέρρεε στους διαδρόμους, έξω από κλειστές πόρτες που ανοιγόκλειναν διαρκώς, στα άδυτα των εξεταστηρίων, στα εργαστήρια και στα χειρουργεία. Χτύπησε δειλά την πόρτα και πρόβαλε διστακτικός το κεφάλι από το μικρό της άνοιγμα. Στην αρχή δεν τον αναγνώρισα.

Πόσο, αλήθεια, του πήγαινε η άσπρη μπλούζα! Φορούσα και εγώ τη δική μου. Είχα και τον φακό σε περίοπτη θέση, στην πάνω αριστερή τσέπη, ίσα για να τον δει και ν’ αγαλλιάσει η καρδιά του.

Από το πρώτο κιόλας περιστατικό φάνηκαν τα πρώτα σημάδια. Το ασθενοφόρο είχε μεταφέρει ένα νεαρό τραυματία -θύμα τροχαίου- με τσακισμένη την κνήμη. Στην αρχή νόμιζα πως το φαντάστηκα. Αλλά μετά, όταν ο ασθενής επέστρεψε απ’ το εργαστήριο με τις ακτινογραφίες στα χέρια, καθηλωμένος πάνω στο φορείο, με ηθικό καταρρακωμένο και με γκριμάτσες πόνου να ζωγραφίζουν το πρόσωπο, οι υποψίες μου επιβεβαιώθηκαν. Το είδα ολοκάθαρα στην όψη του φίλου μου.

– Τι έχεις; Αισθάνεσαι καλά;

Προσπάθησε αδέξια να δικαιολογηθεί.

– Τίποτα το σοβαρό. Ίσως, να έφαγα λίγο βαριά το μεσημέρι.

Το είχα ξαναζήσει κι άλλοτε αυτό το σενάριο. Άβγαλτοι φοιτητές πριν το πτυχίο, νεόκοποι ειδικευόμενοι, νιόβγαλτα γιατρουδάκια, εντελώς αμύητα στις ιδιοτροπίες της τέχνης, έχαναν άξαφνα το έδαφος κάτω απ’ τα πόδια τους μόλις αντίκριζαν λίγο αίμα ή ένα ραγισμένο κόκκαλο.

– Θέλεις να σου φέρω νερό να πιείς; Κάτσε στην καρέκλα μέχρι να επιστρέψω.

Δεν πρόλαβα ν’ αποσώσω την κουβέντα. Ο φίλος στριφογύρισε -όπως στις παλιές ταινίες γουέστερν- γύρω από τον εαυτό του, τα μάτια γλάρωσαν, η ανάσα έχασε τον ρυθμό της. Με δυσκολία τον πρόλαβα, πριν σωριαστεί λιπόθυμος στο δάπεδο.

Είδα κι έπαθα να τον συνεφέρω. Τον ξάπλωσα με ήπιες κινήσεις σε εξεταστικό κρεβάτι στο διπλανό ιατρείο, έφερα δροσερό νερό να βρέξω τα χείλη και το μέτωπο, έκανα αέρα ανοίγοντας διάπλατα το παράθυρο, σήκωσα τα πόδια του ψηλά ν’ ανέβει το αίμα στο κεφάλι. Σταδιακά ανακτούσε τις δυνάμεις, το χρώμα του έφτιαχνε.

Η υπόλοιπη βάρδια κύλησε χωρίς εκείνον. Τον μετέφερα με ταξί και έδωσα σαφείς οδηγίες στον οδηγό να τον προσέχει στη διάρκεια της κούρσας. Όταν υπολόγιζα ότι θα είχε φτάσει σπίτι, τον πήρα στο κινητό. Άκουσα τη φωνή του αδύναμη, να με καθησυχάζει πως ένιωθε καλά.

Έκτοτε έχασα πάλι τα ίχνη του. Αλλόκοτες και θολές εικασίες έκαναν συχνά ρεσάλτο στο κεφάλι μου. Είχα την αίσθηση ότι θα τον ανακάλυπτα απρόσμενα σε κάποιο συνέδριο, ή να σουλατσάρει στους διαδρόμους του νοσοκομείου. Κοίταγα το κινητό, μπας και χτυπήσει. Μα, ο χρόνος κυλούσε αδυσώπητος και οι ελπίδες μου να τον συναντήσω μαραίνονταν κι αυτές. Άρχισα ν’ ανησυχώ. Μήπως δεν ήταν καλά;

Στο τέλος παραμέρισα κάθε δισταγμό. Του τηλεφώνησα. Φάνηκε αιώνας το λεπτό που πέρασε μέχρι ν’ απαντήσει. Η φωνή του, όμοια με βάλσαμο, καταπράυνε μεμιάς τους φόβους μου.

– Τι γίνεσαι; Έτσι είπαμε; Ούτε φωνή, ούτε ακρόαση! Έτσι φέρονται οι φίλοι;

Η απάντηση έπεσε σαν αστραπόβροντο.

– Ξέρεις, παράτησα την Ιατρική. Δεν είμαι εγώ για τέτοια. Διαπίστωσα ότι ανατριχιάζω στη θέα του αίματος, το τραύμα δεν το αντέχω, η επαφή με τον άρρωστο με κάνει να νιώθω ανασφαλής. Αποφάσισα να πάρω άλλο δρόμο.

Είχα σταματήσει ν’ αναπνέω.

– Σαν ποιον δηλαδή;

– Γράφτηκα στη Φιλοσοφική. Σπουδάζω εδώ και λίγους μήνες αρχαιολογία.

– Δηλαδή, θα γίνεις τελικά αρχαιολόγος;

– Δεν γνωρίζω με σιγουριά. Είναι και αυτό μια λύση…

– Σε νιώθω αλλαγμένο. Συμβαίνει κάτι δυσάρεστο;

Δεν ξέρω τι μ’ έκανε να ρωτήσω, μα ήμουν σχεδόν σίγουρος πως κάτι έκρυβε.

– Πρόσφατα έχασα τον πατέρα μου. Πέθανε από καρκίνο που είχε ξαπλωθεί στο σκελετό του ολόκληρο. Τον κουβαλώ μες στο μυαλό μου. Καταλαβαίνεις;

Ειλικρινά, δεν καταλάβαινα επακριβώς.

– Μια ζωή έλεγε και ξανάλεγε πως δεν ήμουν ικανός για τίποτε στη ζωή μου.

Τον άκουγα σιωπηλός.

– Με έκανε να πιστέψω πως δεν θα κατάφερνα ποτέ να προκόψω με τις δικές μου δυνάμεις.

Δεν ήξερα, τι ν’ αποκριθώ.

– Φοβάμαι πως οι προβλέψεις του βγαίνουν αληθινές. Με έχει στοιχειώσει…

Δεν περίμενα ν’ ακούσω ολοκληρωμένη τη φράση του. Ήταν η πρώτη φορά που με απογοήτευε, αλλά και η μοναδική φορά που αποκάλυπτε φανερά τον εαυτό του αφήνοντας μια χαραμάδα ανοιχτή, να εξερευνήσω τα μύχια της σκέψης του.

Σκέφτηκα πολλές φορές ν’ αλλάξω τη μπαταρία του φακού, να λαμπικάρω το μέταλλο, να βιδώσω καινούργιο λαμπάκι στην ειδική εσοχή. Φευγαλέα, πέρασε απ’ το νου η εωσφορική ιδέα να τον πετάξω μακριά, μαζί με τ’ άλλα σκουπίδια. Αλλά, ποιο το όφελος; Μήπως, έτσι θα τον ξερίζωνα απ’ την καρδιά μου;

Προτίμησα τον φακό σβηστό να φιλοτεχνεί την τσέπη της άσπρης μου μπλούζας. Ίσως, για να μου θυμίζει τη λάμψη που έσβησε, το φως που μαράθηκε, τη σπίθα που ήθελε μάταια να γίνει πυρκαγιά.

Από τότε, δεν του τηλεφώνησα ξανά. Μα, σαν τον φέρνω στη μνήμη μου, βάζω τον δίσκο με την “Ιεροτελεστία της άνοιξης” και χάνομαι στο χαοτικό της σύμπαν.

Νίκος Μαρκέας