ΕΠΑΙΝΟΣ 7ου ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΥ
ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΚΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ΚΑΙ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ 2021
Στα σκοτεινά νερά του Αιγαίου
Ο Μανώλης και η Μυρσίνη, ζούσαν σε ένα μεγάλο κτήμα, έξω από την πόλη της Αλικαρνασσού, μαζί με τα τρία παιδιά τους. Την Ελένη, το Νικόλα και τη Βασιλική. Μαζί τους έμεναν και οι γονείς της Μυρσίνης, ο Νικόλας και η Βασιλική.
Τα παιδιά μεγάλωναν με πολλή αγάπη και η ζωή τους φάνταζε σαν παραμύθι. Ένα απόγευμα όμως, που κάνανε τον απογευματινό τους περίπατο, η Ελένη γλίστρησε και έπεσε στα βαθιά νερά του λιμανιού. Ξαφνικά ένας νεαρός, αψηφώντας τον κίνδυνο, βούτηξε στα παγωμένα νερά και την έσωσε από βέβαιο θάνατο. Σε λίγο όλοι στην Αλικαρνασσό, μιλούσαν για το γεγονός. «Ο Μαχμούτ έσωσε την Ελένη του Μανωλιού από πνιγμό».
Από την ημέρα εκείνη, η Ελένη θα συναντούσε πολλές φορές το Μαχμούτ. Όμως κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, πως η συμπάθεια των δύο νέων, θα εξελίσσονταν σε έναν φλογερό έρωτα, που θα κατέκαιγε τις καρδιές όλων.
Πέρασε ένας χρόνος που η σχέση τους κρατήθηκε κρυφή. Μια βραδιά, η είδηση του παράνομου έρωτά τους, σαν πύρινες γλώσσες έφτασε στ’ αυτιά των δικών της. Την ίδια βραδιά ο Μαχμούτ και η Ελένη, μέσα σε μια βάρκα, έπλεαν στα σκοτεινά νερά του Αιγαίου αναζητώντας στις Κυδωνιές (Αϊβαλί), τη μοίρα τους. Εγκαταστάθηκαν για χρόνια εκεί και κανείς ποτέ δεν έμαθε για την ελληνικότητα της Ελένης, γιατί από Ελένη έγινε Αλιέ.
Η οικογένειά της, από τότε που έφυγε η Ελένη, είχε βουτηχτεί στο πένθος. Ο παππούς Νικόλαος δεν άντεξε. Ένα βαρύ εγκεφαλικό, τον έριξε στο κρεβάτι. Πέθανε μετά από λίγους μήνες, με το όνομα της Ελένης στο στόμα του. Στο χρόνο πάνω, έφυγε κι η γιαγιά Βασιλική.
Ένα βράδυ, κάποιος χτύπησε την πόρτα τους. Ήταν ο Χιλμή, ο πατέρας του Μαχμούτ. Η Ελένη τους είπε, παντρεύτηκε με το γιο του και απέκτησαν ένα όμορφο αγοράκι, το Μεχμέτ. Ένα μωρό σαν άγγελος. «Μη στενοχωριέσαι καρντάς (αδελφέ), τα παιδιά μας είναι ευτυχισμένα. Αυτό ήταν το κισμέτ (πεπρωμένο), ο Θεός είναι ένας», είπε ο Χιλμή στον Μανώλη και όλοι αναλύθηκαν σε δάκρυα χαράς, αλλά και λύπης. Πριν απομακρυνθεί από το σπίτι τους ο συμπέθερός τους,
η Μυρσίνη έχασε τις αισθήσεις της, μέσα στον παραλογισμό της φώναζε: «Θεέ μου, το κορίτσι μου τούρκεψε…». Όταν συνήλθε, εκείνος είχε φύγει σαν αερικό.
Τα σύννεφα του πολέμου, άρχισαν να φοβερίζουν απειλητικά και να αιωρούνται επικίνδυνα πάνω απ΄ τον ουρανό των Μικρασιατικών Παραλίων. Οι μειονότητες, φοβισμένες και απομονωμένες, ζούσαν δραματικές στιγμές, αφημένες στο έλεος των άτακτων τμημάτων του τουρκικού στρατού και των Τσέτιδων. Τα κάτεργα γέμισαν Ελληνόπουλα και στο Σεφέρι (τουρκικός στρατός), πνίγονταν οι ελπίδες των Ελληνοπαίδων, για μια καλύτερη ζωή. Στα Αμελέ Ταμπουρού (τάγματα εργασίας), θέριζαν οι αρρώστιες και οι κακουχίες.
Η καρδιά της Αλιέ κομμάτια. Έτρεμε για τους δικούς της, για τ’ αδέλφια της. Ένα βράδυ μίλησε στον άντρα της. «Μαχμούτ, ξέρεις πόσο πολύ σ’ αγαπώ. Για σένα εγκατέλειψα τους δικούς μου, όμως με την κατάσταση αυτή, δεν μπορώ να κοιμάμαι ήσυχη. Τρέμω μην πάρουν τον Νικόλα στα Αμελέ Ταμπουρού και χαθεί και φοβάμαι μην κακοποιηθεί η Βασιλική. Όπως φαίνεται η κατάσταση είναι ανεξέλεγκτη. Ακούγεται πως οι Έλληνες περνούν στα απέναντι νησιά. Θέλω λοιπόν να πας στην Αλικαρνασσό (Μπόντρουμ) και να φέρεις τους δικούς μου στις Κυδωνιές (Αϊβαλί). Να τους προστατέψουμε, να τους κρύψουμε, μέχρι να ξεκαθαρίσει η κατάσταση».
Νύχτα έφυγε με τη βάρκα ο Μαχμούτ και έφτασε χαράματα στην Αλικαρνασσό. Συναντήθηκε κρυφά με τον πεθερό του και του εξέθεσε την κατάσταση, αλλά και την επιθυμία της κόρης του. Έτσι, τη νύχτα φόρτωσαν τα απαραίτητα και απομακρύνθηκαν, ακολουθώντας την ακτογραμμή. Κόντευαν να φτάσουν στις Κυδωνιές και η Μυρσίνη, σαν άλλη Μπουμπουλίνα, σηκώθηκε όρθια στη βάρκα και φώναξε στο γαμπρό της. «Στρίψε το τιμόνι για τη Χίο. Δεν θα πάμε στις Κυδωνιές. Την Ελένη τη διέγραψα για κόρη μου από τότε που σ’ ακολούθησε και τούρκεψε». Όλοι κοίταζαν έκπληκτοι. Δεν μιλούσε κανείς. Μόνο τα κουπιά ακούγονταν ρυθμικά, που έσκιζαν τα νερά του Αιγαίου. Είχε αρχίσει να χαράζει.
Η οικογένεια αποβιβάστηκε στο λιμάνι και έγινε ευπρόσδεκτη από τους ντόπιους κατοίκους. Το παρουσιαστικό του Μανώλη ενέπνεε εμπιστοσύνη. Σε λίγα χρόνια αγόρασαν σπίτι και κτήματα και έσμιξαν με τους νησιώτες. Βλέπεις, το βράδυ εκείνο είχε καταφέρει ο Μανώλης να περάσει στην ελεύθερη πατρίδα, όλες τις οικονομίες του. Το πιο ευχάριστο γεγονός ήταν, ο γάμος της Βασιλικής με τον Αναστάση, πρόσφυγα από τη Σμύρνη, που δούλευε ψαράς στο νησί. Όσο για το Νικόλα, πραγματοποίησε το όνειρο του παππού Νικόλα, μα και το δικό του. Έφυγε στο Παρίσι να σπουδάσει ιατρική. Εκεί γνώρισε τη Ζακλίν, μια όμορφη
συμφοιτήτριά του, την παντρεύτηκε και απέκτησαν δύο δίδυμα αγόρια, το Μανώλη και τον Φρανσουά.
Η τύχη του πολέμου κρίθηκε. Η Σμύρνη κάηκε, οι Έλληνες σκόρπισαν σαν τα πουλιά με τη ψυχή στο στόμα, αφήνοντας τα σπίτια και τις περιουσίες μιας ζωής. Κάποιοι δεν πρόλαβαν και έγιναν βορά των Τούρκων. Άλλοι πάλι, έζησαν φρικιαστικές στιγμές. Η οικογένεια του Μανώλη στάθηκε τυχερή. Πριν ενσκήψει η λαίλαπα της καταστροφής, είχε φύγει.
Στη συνέχεια ακολούθησε η ανταλλαγή του πληθυσμού και με το πέρασμα των χρόνων οι σχέσεις των δύο κρατών άρχισαν σιγά-σιγά να αποκαθίστανται. Έτσι, ένα πρωινό, έφτασε στην Αλικαρνασσό ένα τουριστικό καράβι από τη Χίο, γεμάτο πρόσφυγες. Οι πιο πολλοί θέλανε να επισκεφτούν τα άγια χώματα των προγόνων τους. Μέσα σ’ αυτούς, βρίσκονταν η Βασιλική με τον Αναστάση. Η Βασιλική ήταν αποφασισμένη. Θα επισκέπτονταν το πατρικό της.
Έτσι, με χέρια τρεμάμενα, χτύπησε το μεταλλικό χεράκι της αυλόπορτας. Ένας μεσήλικας άντρας, φάνηκε να έρχεται προς το μέρος τους και μια γυναικεία φωνή από την πόρτα του σπιτιού, ακούστηκε να λέει: «Κιμ ο;» (ποιος είναι;) «Μουσαφίρ γκιαλντινίζ» (επισκέπτες ήρθαν), είπε εκείνος και κοίταξε ερευνητικά το ζευγάρι. Η Βασιλική ρώτησε: «Μπορώ να δω το σπίτι; Εδώ γεννήθηκα και μεγάλωσα». Εκείνος την κοίταξε βαθιά στα μάτια. «Βασιλική σεν μου;» (Βασιλική, εσύ είσαι;) «Μπεν Μαχμούτ μπεν. Άμπλαμ ιτσερντέ;» (Εγώ Μαχμούτ, εγώ. Η αδελφή μου είναι μέσα;) Ο Μαχμούτ δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση. Μόνο έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του και με φωνή που μόλις ακούγονταν, απάντησε: «Ιτσερντέ» (μέσα).
Στο κεφαλόσκαλο του σπιτιού τους έσμιξαν μετά από χρόνια οι δύο αδελφές. Μίλησε πρώτη η Βασιλική, αγκαλιάζοντάς την: «Ελένη, καρντασίμ Ελένη, σεκερλίμ Ελένη!…» (Ελένη, αδελφή μου Ελένη, γλυκιά μου Ελένη). Η Αλιέ δε μιλούσε, την έσφιγγε μόνο πάνω της και έκλαιγε με αναφιλητά.
Μπήκαν μέσα στο σπίτι. Ελάχιστα είχε αλλάξει. Είχαν τόσα να θυμηθούν και άλλα τόσα να πουν. Η Ελένη, το πρώτο που θέλησε να μάθει, ήταν για τους γονείς τους και για το Νικόλα. Η Βασιλική άρχισε να εξιστορεί τα γεγονότα που διαδραματίστηκαν στην οικογένειά τους μετά τη φυγή της.
«Στην αρχή το πήραν πολύ βαριά. Η μάνα πάθαινε συχνά κρίσεις, ο πατέρας ντρέπονταν να συναντήσει τους φίλους του. Ο Νικόλας και εγώ κλειστήκαμε στον εαυτό μας. Με τον καιρό το ξεπεράσαμε. Είπαμε πως αυτή ήταν η επιλογή σου
και ευχόμασταν να είσαι ευτυχισμένη. Η μάνα μόνο μετά από χρόνια κατάλαβε πως ήταν λάθος που σ’ αρνήθηκε. Ξέρεις πότε; Όταν ο Νικόλας μας παντρεύτηκε τη Γαλλίδα. Τότε είπε στον πατέρα: “Έπρεπε να συμπαρασταθούμε στην Ελένη μας, ήταν παιδί, έκανε λάθος!…”».
Η Ελένη μετά από τα λόγια αυτά ηρέμησε. Δεν έκλαιγε πια. Μόνο είπε με πόνο: «Λυπάμαι που δεν ζουν οι γονείς μας, να τους ζητήσω να με συγχωρέσουν». Ύστερα ρώτησε για τον Νικόλα.
«Ο Νικόλας έχει δύο δίδυμα αγόρια, το Μανώλη και τον Φρανσουά και μένει μόνιμα στο Παρίσι. Θέλει κι εκείνος να έρθει να σε δει. Ξέρεις, ο πατέρας πριν ξεψυχήσει, μας είπε: “Μόλις θα στρώσει η κατάσταση, να πάτε να βρείτε την Ελένη μας. Θέλω να μου το υποσχεθείτε”».
«Αλήθεια; Έτσι είπε ο πατέρας;» είπε η Ελένη και ξανάρχισε να κλαίει. Στο μεταξύ, ο Μαχμούτ έβαλε Γενί ρακί και τσούγκρισαν με τον Αναστάση τα ποτήρια. Σε λίγο, το τραπέζι στρώθηκε και μιλούσαν όλοι για τα παιδιά και τα εγγόνια τους.
Ήταν καλοκαίρι όταν ο Νικόλας με τη Ζακλίν και τα δυο τους αγόρια, που ήδη ήταν φοιτητές, περνούσαν τα σκαλοπάτια του σπιτιού της Ελένης. Κατά τύχη τη μέρα εκείνη βρίσκονταν εκεί ο γιος της, ο Μεχμέτ, που ήταν στρατιωτικός. Είχε έρθει να αποχαιρετίσει τους γονείς του, γιατί θα έφευγε για μια μετεκπαίδευση στην Αμερική. Ο Μεχμέτ ενθουσιάστηκε που γνώρισε το θείο Νικόλα, μα πιο πολύ χάρηκε για τα ξαδέλφια του. Κάποια στιγμή, είπε απευθυνόμενος στο Νικόλα: «Θείε μου, αυτά τα γαλανά μάτια θα κάψουν καρδιές», υπονοώντας τον Φρανσουά, και πήρε την απάντηση από το Νικόλα, πως ο Φρανσουά ήταν ήδη αρραβωνιασμένος με μια Γαλλίδα καλλονή.
Τα χρόνια περάσανε. Τα αδέλφια σκορπισμένα σε τρία διαφορετικά κράτη, αναπολούσαν μοναδικές στιγμές και η ελπίδα φτερούγιζε μέσα τους, για καινούργιες συναντήσεις. Όμως, τα συμβάντα ανέτρεψαν για μια ακόμη φορά τις ζωές τους.
Η Χούντα των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα, άλλαξε τα δεδομένα. Οι σχέσεις Ελλάδας-Τουρκίας επιδεινώθηκαν και πάλι. Η Ελλάδα, για μία ακόμη φορά, έτρωγε τις σάρκες των παιδιών της. Γέμισαν τα ξερονήσια αγωνιστές και σκόρπισαν στο εξωτερικό οι Λόγιοι, οι Επιστήμονες, οι Καλλιτέχνες…
Ώσπου ήρθε το 1974. Τότε που η μπότα του Τούρκου κατακτητή πάτησε το μισό νησί. Εκείνο το διάστημα συνέπεσε τα δύο εγγόνια του Νικόλα, δίδυμα παιδιά του
Φρανσουά, να υπηρετούν τη στρατιωτική τους θητεία στην Κόρινθο. Όταν ήρθε η μετάθεσή τους, ο Ζιλ έφυγε για τη Χίο και ο Νικολά για την Κύπρο.
Ο Νικολά έφτασε στην Κύπρο, δύο μέρες πριν την εισβολή. Δεν πρόλαβε να συνειδητοποιήσει που βρίσκεται και είδε τη νύχτα να ξερνάει φωτιές. Όρμησε κι αυτός παίρνοντας το όπλο του, μαζί με τους οπλίτες του θαλάμου του και τον κατάπιε η νύχτα… Ξαφνικά, μια ζέστη κυρίεψε το κορμί του και μια λάμψη θόλωσε τα μάτια του. Έπεσε κάτω σφαδάζοντας από τους πόνους. Η σκέψη του, μέσα στη ζάλη, πέταξε στον Ζιλ, τον αδελφό του. «Αγαπημένε μου Ζιλ, μόνος θα γυρίσει στη Γαλλία. Όταν θα συναντήσεις τον παππού Νικόλα, να του πεις, πως ποτέ δεν κατάλαβα γιατί χάθηκα. Δεν πρόλαβα να αγωνιστώ για τα ελληνικά χώματα».
Ο Νικολά πιάστηκε αιχμάλωτος των Τούρκων. Ευτυχώς, το τραύμα του έγινε γρήγορα καλά. Οι ψυχικές όμως πληγές θα αργούσαν πολύ να επουλωθούν. Κάποια νύχτα με ένα καράβι όλοι οι αιχμάλωτοι έφτασαν σε λιμάνι της Τουρκίας. Εκεί τους στοίβαξαν σε καμιόνια για να τους μεταφέρουν σε άγνωστο προορισμό. Όμως, δέκα-δεκαπέντε παλικάρια, Κύπριοι και Ελλαδίτες, δεν χωρέσανε, γι’ αυτό έμεινε μαζί τους κάποιος υπεύθυνος αξιωματικός, μέχρι να δοθεί νέα εντολή. Το βράδυ εκείνο διανυκτέρευσαν σε κάτι αποθήκες του λιμανιού, ξαπλωμένοι κάτω στο χώμα. Ο Νικολά ξύπνησε το πρωί και πονούσε όλο του το κορμί. Κοίταξε γύρω του. Τα παράθυρα κλεισμένα με σιδεριές. Του φάνηκε φυλακή. «Θεέ μου, τι έχω κάνει!… Ούτε κατάδικος να ήμουν. Αγαπώ όλο τον κόσμο, θέλω την ειρήνη και τη δικαιοσύνη. Πώς βρέθηκα σ’ αυτόν τον Κυκεώνα!…» Από τις σκέψεις αυτές τον έβγαλε η φωνή του αξιωματικού, που τους διέταζε να ετοιμαστούν.
Οδηγήθηκαν σε ένα πελώριο στρατιωτικό κτίριο και συνωστίστηκαν στο διάδρομο. Αίφνης δημιουργήθηκε μια αναταραχή. Έμπαινε μέσα ένα κλιμάκιο ανώτερων αξιωματικών. Ο Νικολά διέκρινε έναν μεσήλικα στρατιωτικό να προχωράει και να κοιτάζει αδιάφορα προς το μέρος τους. Τον είδε να χάνεται μέσα σε ένα γραφείο. Από πίσω του ακολούθησαν άλλοι τέσσερις στρατιωτικοί. Δεν ήξερε τότε πως στο κλιμάκιο αυτό βρίσκονταν ο Μεχμέτ Μαμούτογλου, Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Άμυνας της Τουρκίας και πως είχε προορισμό να επισκεφθεί την Κύπρο.
Ο Αρχηγός πέρασε αγέρωχος μπροστά από τους αιχμαλώτους. Κάποια στιγμή, το βλέμμα του διασταυρώθηκε με τα μάτια του Νικολά. Ένιωσε κάτι σαν ηλεκτρικό ρεύμα να διαπερνά το κορμί του. Αυτά τα μάτια κάποτε τα είχε συναντήσει. Για δευτερόλεπτα η σκέψη του πέταξε στον ξάδελφό του, τον Φρανσουά. Το στόμα του είχε στεγνώσει. Ζήτησε να του φέρουν ένα ποτήρι νερό και διέταξε να
οδηγηθούν οι αιχμάλωτοι στο γραφείο που ήταν. Ήθελε, όπως είπε, να έχει προσωπική άποψη για τους αιχμαλώτους.
Έφτασε στο Νικολά. Τον ρώτησε σχεδόν με τρεμάμενη φωνή. «Όνομα;», «Νικόλαος Λαυρέντης», «Όνομα πατέρα;», «Φρανσουά». «Τόπος κατοικίας;», «Παρίσι». Εκείνη τη στιγμή, ο άνθρωπος Μεχμέτ και όχι ο στρατιωτικός, βούρκωσε, ανατρίχιασε. Μπροστά του είχε τον ανιψιό του, το γιο του πρώτου ξαδέλφου του, του Φρανσουά. Ένιωσε ενοχές για τη χώρα του, για την ίδια την κατάσταση. Προσπάθησε να βρει την αυτοκυριαρχία του και φώναξε στον αξιωματικό. «Όλοι οι αιχμάλωτοι να οδηγηθούν στο στρατόπεδο του Ντεγιάρ Μπακίρ. Μόνο το Γάλλο θα κρατήσετε εδώ και θα επικοινωνήσετε με τη Γαλλική Πρεσβεία. Μάλλον βρέθηκε κατά λάθος. Πρέπει να οδηγηθεί στη χώρα του».
Ο Νικολά έφτασε στο Παρίσι και έπεσε στην αγκαλιά των γονιών του και στου παππού Νικόλα και της γιαγιάς Ζακλίν. «Αν πέθαινες, δεν θα το άντεχα!…», είπε η γιαγιά και ο παππούς Νικόλας συμπλήρωσε: «Το ξέρω…, ήμουν υπερβολικός και σας εμφύσησα με το παραπάνω την αγάπη για την πατρίδα. Ήταν όμως για μένα θέμα τιμής και γοήτρου να υπηρετήσετε την Ελλάδα».
Ο Νικολά είχε σωθεί χάρη στην επέμβαση του θείου Μεχμέτ. Τότε δεν το ήξερε. Το έμαθε όμως πολύ αργότερα…
Σπυρίδων Χαντζησαλάτας