Με εντολή της Γαλλικής Κυβέρνησης αναχωρούν τον Απρίλιο του 1797 από το Παρίσι ο ιατρός –βοτανολόγος Δήμος με τον εικοσάχρονο ανιψιό του Νικολό Στεφανόπολι από Μανιάτικη οικογένεια εγκαταστημένη στην Κορσική, για ένα ταξίδι προς την Ανατολή κυρίως στα ελληνικά εδάφη. Δηλωμένος σκοπός της πορείας τους, διότι περί πολυδιάστατης πορείας πρόκειται, είναι η συλλογή βοτάνων -του helminthoxortou κυρίως- απώτερος και ουσιαστικός ωστόσο η συλλογή πληροφοριών γύρω από την κατάσταση πραγμάτων στην Μάνη, την κατεχόμενη Ελλάδα, την Οθωμανική αυτοκρατορία γενικότερα.
Τον Απρίλιο του ιδίου έτους φθάνοντας στο Μιλάνο συναντούν τον Βοναπάρτη ο οποίος τους επιφορτίζει με το καθήκον: «να διαδώσουν τον σπόρο της πραγματικής ελευθερίας που θα καταστήσει τα παιδιά της Ελλάδος αντάξια τόσο των προγόνων τους όσο και του μεγάλου έθνους το οποίο έχει μόλις σπάσει τις αλυσίδες των» -τα Επτάνησα έχουν μόλις περιέλθει στην επικράτεια της Γαλλίας. Συνάμα τους εμπιστεύεται και επιστολή απευθυνόμενη προς τον μπέη της Μάνης Τζανέτο Γρηγοράκη απαντώντας σε αίτημά του για αποστολή Γαλλικών στρατευμάτων να βοηθήσουν στην απελευθέρωση της Μάνης, της Ελλάδας γενικότερα από τον τουρκικό ζυγό.
Έπειτα από μακρόχρονη περιπλάνηση με αρχαιολογικές ανακαλύψεις, επισκέψεις ιστορικών τόπων μικροατυχήματα και άλλα τινά φθάνουν κάποτε μέσω Κυθήρων οι Στεφανόπολι στα πατρογονικά όπως θεωρούν, τα μανιάτικα χώματα, παραδίδουν την επιστολή στον Μπεηζανδέ γιό του αντικατασταθέντος εν τω μεταξύ μπέη. Ο Δήμος μεταφράζοντάς την ελληνικά την διαβάζει ενώπιον του μπέη, των τριών γιών του και πολλών άλλων Μανιατών οι οποίοι έσπευσαν να καλωσορίσουν τους συμπατριώτες τους.
Ιδού η επιστολή:
«Ο αρχηγός των στρατευμάτων της Ιταλίας. Προς τον αρχηγό ελεύθερου λαού των Μανιατών.
Πολίτη
Έλαβα από την Τεργέστη μίαν επιστολήν σας εις την οποίαν μου εκφράζετε την επιθυμία να φανείτε χρήσιμος εις την Γαλλική Δημοκρατία φιλοξενώντας μεγάλα πλεούμενά της εις τους λιμένας σας. Ευαρεστούμαι να πιστεύω ότι θα τηρήσετε τον λόγο σας με την ακεραιότητα η οποία αρμόζει εις απογόνους Σπαρτιατών .Η Γαλλική Δημοκρατία δεν θα είναι αγνώμων απέναντι στο έθνος σας.
Ως προς εμέ θα δεχόμουν ευχαρίστως οποιονδήποτε ερχόταν να με συναντήσει εκ μέρους σας και δεν εύχομαι τίποτε περισσότερο από το να βασιλεύσει μια καλή αρμονία μεταξύ των δυο εθνών, εξίσου φίλων της ελευθερίας.
Σού συστήνω τους κομιστές αυτής της επιστολής οι οποίοι είναι επίσης απόγονοι Σπαρτιατών. Εάν δεν έκαναν μέχρι τώρα μεγάλα έργα είναι γιατί δεν βρέθηκαν σε μεγάλα θέατρα.
Salut και Αδελφότητα
Υπογραφή: Βοναπάρτης»
Χειροκροτήματα ζητωκραυγές υπέρ ελευθερίας – δημοκρατίας από το ενθουσιασμένο ακροατήριο, ο Δήμος απαντά σε ερωτήσεις εξηγώντας την πολιτική του Βοναπάρτη να επεκτείνει το απελευθερωτικό του έργο από τα Ιόνια νησιά ανατολικότερα, το ταξίδι τους για λίγο ακόμη συνεχίζεται στον υπόλοιπο Μωριά, όπου ο μεν νεαρός Νικολό αφού εν τω μεταξύ σπούδασε ιατρική επιστρέφει και προσφέρει τις υπηρεσίες του στους επαναστατημένους Έλληνες τόσο στα πεδία των μαχών όσο και ως ιατρός στο Ναύπλιο όπου και απεβίωσε, η δε πεποίθηση των Γυθειωτών πως οι Φράγκοι θα έσπευδαν, όπως και έσπευσαν σε βοήθεια των επαναστατημένων Ελλήνων ριζωμένη βαθιά θα πρέπει να είχε εποχιακά ανθίσει αφού κατόρθωσε να απαλλάξει αμαχητί τα Μπαρδουνοχώρια από τους Τουρκομπαρδουνιώτες και να πως συνέβη:
Με την κήρυξη της επανάστασης οι Γυθειάτες για ψυχολογικούς λόγους τα λίγα μπαρουτόβολα που είχαν σε μια αποθήκη τα διακινούσαν από την μπροστινή προς την πίσω πόρτα της και τανάπαλι συνέχεια συνέχεια να βλέπουν οι χριστιανοί να παίρνουν κουράγιο. Τα πήρε και το μάτι Τουρκομπαρδουνιωτών που είχαν κατέβει στο Γύθειο για ψώνια και σάστισαν. «Αχά σαν τι πολύ ντουφεκίδι κονομήσαν τα Μανιαούρια κακός τους χρόνος Τι τρέχει; Μην κι αληθεύουν οι φήμες για βοήθεια από τους Φράγγους; αναρωτήθηκαν και συμφώνησαν να το μαντατέψουν το βράδυ στους αγάδες. Όπου, πάνω στην ώρα ακούνε από την μεριά της θάλασσας κανονιοβολισμούς, βλέπουν πλοία να φτάνουν, τους δε Γυθειάτες να χειροκροτούν φωνάζοντας χαρούμενοι κάτι σαν Φραγκ Φράγκ Φράγκ. Η Φραγκιά! αυτό ήταν. Καταφτάνουν οι Φράγκοι σε βοήθεια των γκιαούρηδων συμπέραναν μεταξύ τους και φοβισμένοι πήραν καλπάζοντας τον δρόμο για τα χωριά. «Η Φραγκιά, πλάκωσε η Φραγκιά, βάλθηκαν να φωνάζουν πλησιάζοντας τα: «Η Φραγκιάάάά. Ήρθε με πολεμοφόδια και στρατό, φέγετε να φέγουμε. Φέραν βοήθεια στους κακαβούληδες, θα μας λιανίσουνε, καϋλα μας. Τρεχάτε. Τρέχτε για την Τρίπολη… και άρον άρον χιλιάδες τούρκικες οικογένειες πήγαν και κλείστηκαν στην Τρίπολη όπου εκτός των άλλων μετέδωσαν στους πολιορκημένους και την λιποψυχιά τους επιταχύοντας την παράδοση της πόλης. Να έμαθαν άραγε πριν χαθούν την αλήθεια για τις κανονιές; Ίσως κάποιος Μανιάτης από τους μετέχοντες στην πολιορκία να τους εξήγησε πως οι κανονιές που άκουσαν και τα πλοία που αντίκρυσαν δεν ήσαν παρά του επτανησιώτη αρχικαπετάνιου Φραγκιά που κατέφυγε στο Γύθειο για να προφυλαχτεί από την θαλασσοταραχή εκεί έξω. Η επανάσταση είχε κηρυχτεί, φίλοι του στο Γύθειο υπήρχαν αρκετοί, κανόνια διέθετε, να μην ξοδέψει και κάμποσο μπαρούτι χαιρετώντας; Δεν απαιτεί μόνο ντουφέκι ο πόλεμος ως φαίνεται!
Σημειώσεις: Το ελμινθόχορτο που αναζητούσε ο Δήμος ήταν, ή είναι, φύκι των Μεσογειακών ακτών, κυρίως της Κορσικής. Για τις φαρμακευτικές και όχι μόνο ιδιότητες – χρήσεις του καταχωρεί ολόκληρη πραγματεία του στο δίτομο ογκώδες πλην ενδιαφέρον βιβλίο « Ταξίδι του Δήμου και του Νικολάου Στεφανόπολοι στην Ελλάδα».
Μπαρδουνοχώρια είναι τα γύρω από τον δεύτερο μετά την Νέδα θηλυκό ποταμό Μπαρδούνια (αρχαίος Σμήνος) και το ομώνυμο κάστρο ευρισκόμενα χωριά. Ανάμεσά τους η Καστάνια με τον ιστορικό πύργο του Παναγιώταρου Βενετσανάκη απ’ όπου κυνηγημένη διέφυγε η οικογένεια Κολοκοτρώνη με τον Θεόδωρο νήπιο, καθώς και το ξεμόνιο Δεσφίνα στους πύργους του οποίου οχυρωμένοι Σταθαίοι και κάποιος Μπούμπουνας πρόβαλαν αντίσταση στην διέλευση του Ιμπραήμ προς την Μάνη. Έγιναν φυσικά παρανάλωμα, χάρισαν ωστόσο χρόνο στους Μανιάτες να φθάσουν ασθμαίνοντας στο διπλανό χωριό Πολυάραβο όπου ενωμένοι με τους κατοίκους του εμπόδισαν μαχόμενοι τον Ιμπραήμ να καταλάβει τα εδάφη τους. «Στου Πολυαράβου τα βουνά και στου Δυρού το ακρογυάλι, στης Βέργας το ξερότοιχο βορηάς φυσάει στη Μάνη. Η πατρίς μου είναι η Μάνη που κανόνι δεν την πιάνει» τραγουδούσαμε χορεύοντας το μανιάτικο χορό κατά την 25η Μαρτίου στα μαθητικά μας χρόνια.
Για την μετάφραση και τα υπόλοιπα
Πίτσα Σωτηράκου