Φωτιά και Τσεκούρι (του Χρήστου Ναούμ)

Φωτιά και Τσεκούρι

Είμαι η φωτιά. Με έχετε γνωρίσει. Εγώ όμως δεν σας ξέρω. Για να είμαι ειλικρινής δεν επιθυμώ  ουδεμία επαφή μαζί σας. Εσείς με επικαλείστε και με μπλέκετε στις ραδιουργίες σας. Εσείς με ξυπνάτε από τον βαθύ λήθαργό μου. Είμαι η ενέργεια που σας ζεσταίνει, που ψήνει το φαγάκι σας και  που με χρησιμοποιείτε για ένα σωρό άλλους λόγους.  Άντε μην ανοίξω το στόμα μου για όσα με βάζετε να κάνω. Μέχρι στο διάστημα με στείλατε.  Ακόμα και την ύστατη ώρα, εγώ είμαι αυτή, που σας κάνω στάχτη. Μη σας τύχει τέτοια φρίκη. Εξαφανίζω το φθαρτό κι ανόητο σαρκίο σας μαζί με τις μιαρές σας πράξεις. Ανθρωπάρια, που με τραβολογάτε εδώ κι εκεί απερίσκεπτα.

Πατέρα είχα τον Ήφαιστο και μάνα την Εστία. Θεός Σχωρέστους.  Γεννήθηκα στον ουρανό, πρώτη μεταξύ πρώτων. Φλογερή κι απαστράπτουσα. Σωστό μονδέλο. Ποιος τολμούσε να με αγγίξει; Άλλοι φθονεροί και, ξέρετε ποιους εννοώ, με θεώρησαν καρπό όχι του έρωτα αλλά της έριδας και του ξεμαλλιάσματος του Δία και της Ήρας. Εκείνοι οι άθλιοι διαδίδανε ότι γεννήθηκα με παρθενογένεση από τη Θεά μητέρα, την τίμια και τη σεμνή. Άκου ανοησίες. Με πιάνει ένα νευρικό γέλιο! Είναι αστείοι. Τέλος πάντων. Κι αυτοί οι Θεοί δεν αποφασίζανε με ποιον ή με ποια θα πλακωθούν. Σιγά που τους νοιάζει. Εδώ, καλέ, άμα δεν τους καθόσουν κινδύνευες να γίνεις από αγριόχηνα μέχρι κατσίκα. Α πα πα. Ούτε να τα σκέφτομαι.  Επιμένω όμως ότι ο Ήφαιστος είναι ο πραγματικός πατέρας μου. Έχω το πυρόσημό του στο μπούτι. Να. Δείτε το. Άλλες έχουν ελιές και τατουάζ!

Ήταν κακομούτσουνος  και παραμορφωμένος τόσο πολύ, που ο Δίας συγχύστηκε ένα δειλινό και τον πέταξε από τον Όλυμπο. Άλλοι μιλάνε ότι η Ήρα τον πέταξε. Που να βγάλεις άκρη. Είχε, που είχε το χάλι του, κουτσάθηκε από την πτώση. Άστα. Άστα. Μεγάλος νταλγκάς. Πώς να μη τού δημιουργηθούν απωθημένα; Με πήρε και με γυρόφερνε ολούθε. Έκαψε πόλεις. Έχυσε μέταλλα για να φτιάξει όπλα.  Προκάλεσε πολέμους και ναυμαχίες. Στο τέλος τον κάνανε άγαλμα. Δεν μπόρεσα ποτέ μου να αντιληφθώ γιατί αυτοί οι πυρομανείς την βγάζουνε καθαρή. Μήπως κι ο Νέρωνας δεν έπαιζε με τις σπίθες και τις καύτρες μου; Στάχτη έκανε την Ρώμη. Τέτοιους νόμους που φτιάχνουνε οι «κεφαλές» είναι για γέλια. Ριξ’ τους καμιά γερή κουτουλιά να δεις. Ξανακαίνε;

Όσο για σας τους Έλληνες. Και που δεν με χρησιμοποιήσατε; Υπήρξε άραγε επανάσταση και πολεμική εμπλοκή που να μην με ανάψατε; Μπήκε η ιδέα της απελευθέρωσης  σε μια ομάδα εμπόρων να δημιουργήσουν την Φιλική Εταιρεία κι από κει άρχισαν όλα και απλώθηκαν σαν πυρκαγιά. Το 1821 ο αρχηγός της Εταιρείας, Αλέξανδρος Υψηλάντης, εισβάλλει στη Μολδοβλαχία ενώ τον επόμενο μήνα οι Φιλικοί δημιουργούν επαναστατικές εστίες από τη Μακεδονία ως την Κρήτη. Οι επαναστάτες αφορίστηκαν από τη σύνοδο του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Όμως οι οθωμανικές αρχές αρχίζουν τις σφαγές και τις εκτελέσεις αστών και προυχόντων συμπεριλαμβανομένου του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’. Τον πέταξαν στα νερά του Βοσπόρου. Πάλι καλά που δεν τον έκαψαν για να το ρίξουν πάνω μου. Η εκστρατεία του Υψηλάντη αποτυχαίνει και σε σύντομο χρονικό διάστημα τα οθωμανικά στρατεύματα  νικούν τους εξεγερμένους της ηπειρωτικής Ελλάδας. Όμως οι επαναστάτες πετυχαίνουν να υπερισχύσουν στην Πελοπόννησο, τη Στερεά Ελλάδα και σε πολλά νησιά του Αιγαίου. Οι φλόγες μου έκαιγαν μαζί με τη λευτεριά τις καρδιές σας.

Ο επαναστατικός αναβρασμός των ημερών  μεγαλώνει και φουντώνει .Από τις 14 έως τις 20 Μαρτίου  γίνονται επιθέσεις εναντίον Μουσουλμάνων. Η σοβαρότερη από αυτές, ήταν η επίθεση κατά του βοεβόδα των Καλαβρύτων Ιμπραήμ Αρναούτογλου. Άμεσο επακόλουθο της επίθεση υπήρξε η πολιορκία των Καλαβρύτων, που ήταν και η πρώτη πολεμική επιχείρηση του Αγώνα στην Πελοπόννησο. Ο Αγώνας σας ξεκινούσε. Αχ, Έλληνες. Έλληνες.

Ας είναι πατέρας μου ο Ήφαιστος. Εγώ θα του σέρνω τα εξ αμάξης. Κατάντησα που λέτε μια τρελή. Πότε αστραπή και πότε λάβα. Τελειωμό δεν έχουν τα βάσανά μου. Και μετά, να σου το μούτρο, ο Προμηθέας να με κλέβει από τους Θεούς. Τι τσιτσίριζα, τι σπίθιζα, τι του έκαψα τα μούτρα. Παρθένα ήμουν. Άλλες συγχύσεις εκεί. Αμετανόητος. Σώνει και καλά να με δωρίσει σε σας. Αχ τι στεναχώριες. Οϊμέ. Τι ζέσταινα τα καζάνια σας να πλένεστε, όταν το θυμόσασταν. Τι κατέστρεφα τις πόλεις σας, όταν ποθούσατε μάχες και λάφυρα. Του φώναζα: Άσε με, καλέ, στα κάρβουνα μου, γιατί με τρέχεις στη Σικυώνα; Τελικά κατέληξα φλόγα στα λυχνάρια και στους δαυλούς σας. Κατάντια. Ξεπεσμός.

Αμ το άλλο; Που τσακώνονταν οι Θεοί με τους θνητούς ποια μέρη του ζώου θα έτρωγαν μετά τη θυσία. Δηλαδή μετά τη δική μου εξάντληση. Ακόμα κι εκείνος ο τρισκατάρατος ο Προμηθέας κορόιδεψε τον Δία και του πάσαρε τα κόκαλα. Έψηναν λοιπόν τα ιερά σφαχτά πάνω στην καρδιά μου και γέμιζε ο τόπος τσίκνα. Αν κι ήξεραν ότι οι καπνοί μού προκαλούσαν άσθμα, απτόητοι επέμεναν και  ικέτευαν  νίκες και  λάφυρα συνεχίζοντας το θεόργιστο έργο τους. Κι ύστερα οι πένητες κι οι ζητιάνοι ελλόχευαν γύρω γύρω από τους βωμούς. Ορμούσαν καταπίνοντας τα μισοψημένα εντόσθια, που τάχα ανήκαν στον Δία. Αχ, οι καλοί μου οι ιερείς, διάλεγαν τα τροφαντά και τις παχιές μπριζόλες. Τα κόκκαλα τα κάνανε πατσά. Τους κατιμάδες  και τα φτηνά κρέατα τα πέταγαν στους φτωχούς και στους σκύλους. Τα θυμάμαι και φουντώνω.

Πάντα οι άνθρωποι με προκαλούν να αναμετρηθώ μαζί τους. Με πιάνει και μένα η μανία και τους κάνω στάχτη και μπούλμπερη. Καλέ, τρελοί είστε, που θα μου προσφέρετε νερό; Συνήρθα. Μια χαρά είμαι. Τώρα, αφού πρώτα με ανάβουν στα πεύκα με στουπέτσια και γκαζάκια, μετά ιδρώνουν να με σβήσουν. Δεν είναι παρανοϊκό; Όχι πες τε μου. Είναι ή δεν είναι; Αναγκάζομαι η κακομοίρα να τρέχω στα δάση αφηνιασμένη και να καταστρέφω ό,τι βρω. Τα ζώα συμπονώ. Εσάς όχι, υπάνθρωποι. Νομίζετε ότι θα με δαμάσετε με τα αεροπλάνα και με τις μάνικες; Ας καγχάσω. Κούνια που σας κούναγε. Αχ, να είστε καλά. Μου φτιάξατε τη μέρα. Τι ανόητο είδος οι άνθρωποι! Μωρέ καλά σας έδωσε ο Επιμηθέας μόνο τρίχες και νύχια. Και πολύ σας είναι.  Έχω όρεξη νομίζετε να εξαντλούμαι κατακαίγοντας  κλαδιά και δάση. Όχι, δεν φταίω που πυρπολώ τα σπίτια σας. Αφού τα βρίσκω μπροστά μου, τα ρημάζω. Μα τι θέλετε; Προστατέψτε τα δέντρα και τα ζώα κι αφήστε με στην ηρεμία μου. Μη με ερεθίζετε λοιπόν και χάνω τον έλεγχο. Για άλλη δουλειά με μαγάρισε ο Προμηθέας και με παρέδωσε στα βρωμόχερά σας. Να με χρησιμοποιείτε  για καλό σκοπό αλλά που εσείς. Το μυαλό σας τρέχει μόνο στην Καταστροφή. Βασανίζετε ανόητοι τον Πλανήτη σας. Τελικά, θα το φάτε το κεφάλι σας. Θα σας αφανίσω κι ύστερα θα αχνίζω στη χόβολη σας χαμογελαστή και απτόητη.

Ένα ακόμα τελευταίο. Άλλος βάζει τη φωτιά κι άλλος βρίσκει το μπελά. Πόσοι ερωτευμένοι από σας  πυρώνονται κι αναστενάζουν. Φλογίζονται τα κορμιά τους για ένα φιλί και ένα χάδι. Καλά. Και για άλλα πιο προχωρημένα. Δεν μου πέφτει λόγος να τα ξεστομίσω. Ξέρετε εσείς. Τα φορτώνετε όμως σε μένα. Ερωτεύεστε κι εγώ δήθεν σας σιγοψήνω και σας καρβουνιάζω. Έτσι δεν λέτε; «Μου άναψες φωτιές, ρουφιάνα, μια σπίθα σου με έκανε καψάλα. Και θέλω να τα σπάσω όλα. Και θέλω να τα κάψω όλα» όπως λαρυγγίζει η καψούρα αοιδός. Βρε αθεόφοβοι, σε τι σας έφταιξα; Πέφτετε με τα μούτρα σε όποιον σας γυαλίσει και μετά τα ρίχνετε σε μένα χωρίς να προσέχετε ότι κάθε ξύλο έχει τον καπνό του. Δεν σας πυρπολώ όλους το ίδιο γιατί είστε διαφορετικοί. Μερικούς σας καίω γρήγορα κι άλλους σας καβουρντίζω με το πάσο μου. Ανάλογα με τα ντέρτια σας. Αλλά εδώ που  τα λέμε, τα θέλει ο κωλαράκος σας. Γιατί εσείς είστε τα μόνα πλάσματα που μπορείτε να ζείτε δίπλα μου. Μπορείτε να με εξουσιάζετε. Να με κάνετε ό,τι θέλετε και να πετύχετε σπουδαίους στόχους. Και ξέρετε τον λόγο; Είστε οι μόνοι που μπορείτε να με σβήσετε. Να με αφανίσετε. Αλλά πού μυαλό. Φέξε μου και γλίστρησα.

Χρήστος Ναούμ