
«ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ… ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΜΙΑΝ ΑΛΛΗ ΓΗ»
ΣΠΥΡΙΔΩΝ Γ.Κ. ΧΑΝΤΖΗΣΑΛΑΤΑΣ
Διέσχισε όλα τα ρυάκια και τα ποτάμια της γης και χάθηκε στην αγκαλιά των ωκεανών. Ξαναγεννήθηκε ακολουθώντας γιγάντιες σπείρες φωτός. Περιπλανήθηκε ανάμεσα σε τρισεκατομμύρια αστέρια και δισεκατομμύρια ήλιους και ξέχασε ότι κάποτε είχε ηλικία. Γνώρισε τη συμπαντική αρμονία. Το αιώνιο σκοτάδι και το αέναο ταξίδι σε κύκλους όλο χρώματα.
Σε νεφελώματα από κόκκους γρανίτη, αέρια και διαστημική σκόνη. Ανίχνεψε τους θυσάνους που σχηματίζουνε οι γαλαξίες και γνώρισε τα μυστικά της εντροπίας που κρύβουνε οι μαύρες τρύπες. Πέθανε κολυμπώντας στο χάος και πέρασε από την άλλη πλευρά. Όταν ξαναγεννήθηκε για τρίτη φορά έψαχνε κάποια που να του μοιάζει.
- ΤΟ ΠΕΤΑΓΜΑ
«Θα αλαφρύνω τη ψυχή σου» είπε «για να μπορείς μαζί μου να πετάξεις μακριά». Κι άρχισε η εκπαίδευση – ώρες ατέλειωτες προσπάθησαν μαζί. «Δώς μου τη δύναμη να θέλω εκείνο που κι εσύ θέλεις»… Μια μέρα, την ώρα που ο ήλιος έδυε, στις ανταύγειες τ’ ουρανού προστέθηκαν οι σπίθες απ’ τα όνειρα.
«Δες τα σκαλοπάτια του ανθρώπινου μυαλού. Ξεπερνάνε σε ύψος την ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη γη, χαϊδεύουν τ’ ασημένιο φεγγάρι και χάνονται στ’ ανεξερεύνητο σύμπαν». Ύστερα τη βοήθησε ν’ απαλλαγεί από το άχρηστο έρμα. «Κράτα ότι σου ανήκει πραγματικά και θα γίνεις πιο ελαφριά κι απ’ το θόλο του ουρανού». Κι άρχισαν να πετούν μαζί πιασμένοι χέρι-χέρι. Η ανατολή τους βρήκε ξαπλωμένους στο πλάι ενός αρχαίου ναού. Ερείπια χορταριασμένα φιλοξενούσαν πουλιά, σαύρες, αράχνες και χελώνες. «Σ’ έφερα εδώ να δεις το ιερό φίδι. Οι Θεοί πέθαναν, οι βωμοί λεηλατήθηκαν στην πάροδο του χρόνου μα η σοφία αιώνων παραμένει ζωντανή στην κυτταρική μνήμη αυτού του ερπετού». Αυτό του έδωσε ένα δακτυλίδι που θα ένωνε τις τύχες τους. «Δημιουργήθηκε», τους είπε, «την εποχή της απουσίας των άστρων και της αγάπης των δακρύων»…
- Η ΑΠΟΥΣΙΑ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ
Εκεί ψηλά πάνω από τα κεφάλια τους ήταν ο ουρανός με τ’ αστέρια. «Κοίτα πως λάμπουν, σα πυγολαμπίδες μοιάζουν», λέγανε τα μικρά παιδιά και προσπαθούσαν μ’ ένα πήδημα να τα φθάσουν. Οι μεγάλοι γέλαγαν μ’ αυτά τα καμώματα και κάπνιζαν τη πίπα τους. Δακτυλίδια καπνού ανέβαιναν προς τα πάνω κι ήταν τα όνειρά τους κρυμμένα μυστικά που έδειχναν ότι κι αυτοί λαχταρούσαν να είχαν ένα τρόπο να πετάξουν μαζί τους. Τις νύχτες που τα σύννεφα σκέπαζαν το θόλο τ’ ουρανού όλοι γινόντουσαν βαρείς κι ασήκωτοι από τη μελαγχολία. Παιδιά και μεγάλοι αισθανόντουσαν πως ήταν μόνοι στο σύμπαν. «Που’ ναι τ’ αστέρια», ρωτούσαν και ξαναρωτούσαν οι μικροί άνθρωποι φωναχτά κι οι άλλοι από μέσα τους, μήτε τραβώντας μια ρουφηξιά από τη πίπα τους. Κι ύστερα η απουσία των άστρων γινόταν βροχή που έπεφτε πάνω στη γη και μετατρέπονταν σε αλυσίδα από ρυάκια, γινόντουσαν ποτάμια και χυνόντουσαν στη θάλασσα.
- ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΥΓΡΕΣ Τ’ ΑΣΤΕΡΙΑ
«Να γιατί η θάλασσα μοιάζει με τον ουρανό», είπε κάποτε ένας από αυτούς που παρατηρούσε τα φυσικά φαινόμενα δίχως ίχνος από δέος. Κι όλοι οι υπόλοιποι ξαφνιάστηκαν γιατί αυτό δεν το’ χαν σκεφτεί πριν κι άρχισαν ν’ αγαπούν τη θάλασσα σαν τον ουρανό, γιατί μέσα της φιλοξενούσε, τόσο κοντά τους, την πεμπτουσία όσων ήθελαν να φθάσουν. «Στ’ αλήθεια τ’ αστέρια είναι υγρές σταγόνες;», ρώτησε το κορίτσι που προσπαθούσε σα κουβαράκι να κρύψει τη γύμνια του μέσα στην αγκαλιά του αγοριού. Αυτό δεν μίλησε γιατί ο έρωτας του είχε πάρει το μυαλό κι η γλώσσα του είχε ναρκωθεί από τα φιλιά. Τράβηξε μόνο μια ρουφηξιά από τη πίπα του κι ασυναίσθητα έκλαψε, δίχως να νοιώθει λύπη. Ένα από τα δάκρυά του έπεσε πάνω στα χείλη της. «Είναι αλμυρά», συνέχισε να μονολογεί το κορίτσι, «σαν τα κύματα της θάλασσας κι αν στ’ αλήθεια η θάλασσα υποδέχεται την πτώση των άστρων, τότε κι αυτά είναι αλμυρά». Η αλήθεια αυτή μεταδόθηκε από στόμα σε στόμα κι όλοι αγάπησαν τα δάκρυα των ανθρώπων σαν τη θάλασσα και τον ουρανό γιατί καθ’ ένας απ’ αυτούς φιλοξενούσε τ’ αστέρια μέσα του. Μετά από αυτή την αρχαία ιστορία που πιθανόν να είχε ξεχαστεί απ’ τους ανθρώπους που σκέπτονται συνήθως μ’ ασυνέχεια, το φίδι διηγήθηκε μια άλλη ιστορία που αφορούσε τον Κόνδορα και τα Δίδυμα Φεγγάρια.
- ΤΑ ΔΙΔΥΜΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ
Η μια περίοδος διαδεχόταν την άλλη σα μαγική παραίσθηση. Οι άνθρωποι έμοιαζαν με τους προηγούμενους, το ίδιο και τα έργα τους, αλλά διαφέρανε στην εξωτερική τους όψη. Φτερωτά ψάρια εξελίσσονταν σε πουλιά και διέσχιζαν τον ορίζοντα απ’ άκρη σ’ άκρη. Μόνο ένα από αυτά κατόρθωσε να φθάσει στις κορυφές των πιο ψηλών βουνών κι απ’ ότι λέγανε οι θρύλοι εκτός από την παρατήρηση των κάτω και την ενατένιση των πάνω, είχε μιλήσει με τα δίδυμα φεγγάρια που κάνανε παρέα στη μητέρα γη. Οι πιο ακραίοι μάλιστα μιλούσαν για ταξίδι στ’ αστέρια. Για πηγεμό κι επιστροφή. Δείχνανε σημάδια και έδιναν εξηγήσεις. «Ο κόνδορας πάει παντού», τραγουδούσαν όλοι στις επίγειες μουσικές τους, στους χορούς και τους γάμους, τις νύχτες που τ’ αστέρια τρεμόσβηναν πάνω από τα κεφάλια τους. Το τελευταίο μέρος της ιστορίας θα γραφεί ως ικεσία στ’ όνομά του και σύμφωνα με τις προφητείες, περιεχόμενες σε μαντικά σημεία που χαρίζουν οι κυματισμοί της θάλασσας. Τα φεγγάρια χιλιάδες χρόνια μετά θα γινόντουσαν ένα. Ο κόνδορας θα’ χε πεθάνει χίλιες φορές επί χίλια και θα’ χε ξαναγεννηθεί. Οι άνθρωποι ξεχνούσαν τα όνειρά τους και δυο ψυχές που θα ενώνανε τις τύχες τους θ’ αποκτούσαν τη δυνατότητα για τελευταία φορά να διαπιστώσουν από κοντά το αλμυρό της ύπαρξης των άστρων. Την ομοιότητα του είναι τους, μ’ αυτό της θάλασσας και των ανθρώπων. «Τώρα θα πρέπει να βρείτε τη συνέχεια μόνοι σας για να γίνετε ένα. Εσείς θα είστε τότε η συνέχεια», είπε το ιερό φίδι κι αυτοί του απάντησαν, «Όπου κι αν πάμε από’ δω και στο εξής θα’ μαστε μαζί».
- ΑΡΧΙΖΕΙ ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ
Πέταξαν πάνω από βουνά που ήταν σκεπασμένα από σύννεφα. Πήραν ενέργεια από τους κεραυνούς που τους έφθανε για μια ολόκληρη ζωή και λούστηκαν στα νερά μιας βροχής που δεν έλεγε να σταματήσει. Κάθισαν να στεγνώσουν στις χορδές του ουράνιου τόξου. Δε χρειάστηκε να μιλήσουν, απλώς σκεφτόντουσαν ότι πιθανόν θα ζούσαν. Ύστερα, ένα πέταγμα τους έφερε πάνω από πολύβουες πολιτείες. Αφουγκράστηκαν τους θορύβους από την κίνηση στους δρόμους και διασκέδασαν με πράγματα και θαύματα που οι άλλοι τα θεωρούν γεγονότα. Το βράδυ κούρνιασαν σε ανάκτορα βασιλιάδων. Έζησαν από κοντά πολεμικά συμβούλια και λαμπρούς χορούς. Κι όταν τα φώτα έσβησαν επισκέφθηκαν τα ορφανά που κοιμόντουσαν στους δρόμους. Κάθε ένα όταν ξυπνούσε θα’ βλεπε ένα χρυσό νόμισμα πλάι τους. Ήταν η ελπίδα.
- ΗΧΟΙ ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΕΣ
Επισκεφθήκανε σπηλιές μέσα σε πυκνά δάση. Κουβάλησαν σπόρους και νερό, δώρο από την καρδιά τους σε άγιους ερημίτες. Διασκεδάσανε που οι γενειοφόροι φίλοι τους, τους έβλεπαν σαν οράματα. Πλατσούρισαν στα νερά του μεγαλύτερου καταρράχτη των ηπείρων και νοιώσανε το συναίσθημα της οδύνης όταν ένας πάνθηρας σκότωσε, για να φάει, ένα ζαρκάδι. Ύστερα πέταξαν πάνω από αιματηρές και γελοίες μάχες. Στρατιώτες με πολύχρωμα ρούχα αγκαλιαζόντουσαν με ένταση σα να χορεύουν. Ταμπούρλα χτυπούσαν μανιασμένα κι ο ήχος τους συναγωνίζονταν τον ήχο από καρδιές που γνώριζαν τον φόβο ή γύρευαν την εκδίκηση.
Άκουσαν μουσικές και συνόδευσαν γαμήλιες πομπές. Κατασκόπευσαν τις ιερές πόρνες των ναών που ιερουργούσαν στις θεές του έρωτα και της συνωμοσίας. Κι ένα βράδυ έδωσαν έμπνευση σ’ ένα ποιητή που μόλις γεννιόταν. «Είναι όμορφη η ζωή ακόμα και στις χειρότερες στιγμές της», σκέφτηκαν, κι άλλη μια μέρα είχε περάσει.
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΕΓΓΑΡΙΟΥ
Με το φεγγάρι είχαν γίνει καλοί φίλοι. Τους έμοιαζε γιατί αυτό ήταν κάποτε, πολλά που ενώθηκαν σε ένα. Το φεγγάρι τους έλεγε παλιές ιστορίες που συνέβησαν πριν γεννηθούν κι απαντούσαν με εικόνες που έβλεπαν τη μέρα, όταν αυτό πάει να κοιμηθεί. «Το φεγγάρι είναι ο αδελφός μας», σκέφτηκαν πολλές φορές κι όταν τ’ αντίκριζαν να ανατέλλει τους αγκάλιαζε μια ευφορία. Το πρωί συμπορεύονταν με τον Ήλιο που’ ναι η καρδιά και το μάτι των θεών. Ύστερα βάλθηκαν να γνωρίσουν κι άλλα πράγματα. Επισκέφθηκαν το γερο-Ωκεανό που χαριεντίζονταν με το πήγαινε-έλα των κυμάτων. Έπαιξαν με τα δελφίνια που χαμογελούσαν κι ερωτεύονταν. Γνωρίσανε όλες τις βυθισμένες πολιτείες και πέσανε σε έκσταση μασώντας ιερά φυτά. Στη συνείδησή τους καταγράφηκαν προφητείες για τον μέλλον του κόσμου. Αντίκρυσαν εικόνες που δεν είχαν φαντασθεί και γεγονότα που προαναγγέλλανε τέλος και νέα αρχή. Όταν όλα θα τα γνώριζαν, θα ανακάλυπταν πως τίποτα δεν είχαν μάθει.
- Ο ΧΡΟΝΟΣ ΚΑΙ Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ
Ένα παιδί που πετούσε ένα χάρτινο αετό είδε το χρόνο αδυσώπητο, να τους κυνηγάει. «Κοίτα», είπε στη μικρή του αδελφή, «ο κόνδορας γύρισε πίσω για να πεθάνει». Αυτή κοίταξε ψηλά κι είδε ένα σύννεφο. «Θα βρέξει», απάντησε, «κι ο αετός θα τσακιστεί στη γη». Ήταν τόση όμως η αλαφράδα της ψυχής που τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έγινε. Ο χρόνος κουράστηκε και χάθηκε κάνοντας κύκλους. Η βροχή δεν έριξε τον αετό στη γη, τα παιδιά εξακολουθούσαν να βρίσκονται στη θέση τους και ξαφνικά τα δύο είχαν γίνει ένα. Ο χώρος πια δεν τα χωρούσε. Η εκτίναξη στο διαστημικό κενό ξάφνιασε το φεγγάρι που περιτριγυρίσθηκε από μουσική. Το ταξίδι προς τ’ αστέρια, που περίμεναν με φωτεινή εγκαρτέρηση, πάντοτε αλμυρά σαν τη θάλασσα και τ’ ανθρώπινα δάκρυα, είχε ξεκινήσει… στο Τίποτα… Αναζητώντας μιαν άλλη Γη…